Ειδήσεις από και για το Μεγανήσι
29 Μαρτίου 2024

Πραξικόπημα

Ερμηνεία:

  1. (πολιτική) οργανωμένη και χωρίς νομιμοποίηση απόπειρα κατάληψης της εξουσίας από πολιτικούς ή στρατιωτικούς
  2. (κατ’ επέκταση) οποιαδήποτε δόλια και βίαιη ενέργεια αιφνιδιάζει και αλλάζει μια κατάσταση.

Εκφράσεις

Στην ελληνική δημώδη γλώσσα ο όρος “πραξικόπημα” λαμβάνει και άλλες ερμηνείες, πάντα όμως ως τετελεσμένο γεγονός, όπως π.χ.:

  1. Στη μεν μάγκικη ως πραξικόπημα χαρακτηρίζεται μεγάλη συμπλοκή συμμοριών με τραυματισμούς ακόμη και θανάτους που συνοδεύεται συνηθέστερα και με καταστροφές του χώρου συμπλοκής ή ιδιοκτησίας των εμπλεκομένων. Τέτοια “πραξικοπήματα” προπολεμικά στην Αθήνα ήταν συνήθη στις πλατείες Ομόνοιας, Βάθης, στην οδό Αθηνάς, στο Μεταξουργείο, στο Βοτανικό κ.ά. και ειδικότερα στον Πειραιά (Τρούμπα, Δραπετσώνα κ.ά.). Συνώνυμος όρος είναι και το λεγόμενο “ξεκαθάρισμα” και περισσότερο γνωστό δημοσιογραφικά ως “ξεκαθάρισμα λογαριασμών”.
  2. Στη δε γλώσσα των “βαρελοφρόνων” (μπεκρήδων) ως πραξικόπημα χαρακτηρίζεται η κατάσταση μέθης όπου υφίσταται μεν επαφή με το περιβάλλον αλλά φανταστικού κόσμου. Χαρακτηριστική φράση: «μπεκρουλιάζουν απ΄ το μεσημέρι κι έκαναν πραξικόπημα», ή συνώνυμα «σχημάτισαν κυβέρνηση».

Ετυμολογία

πραξικόπημα < ελληνιστική κοινή πραξικοπέω / πραξικοπῶ + -μα < αρχαία ελληνική πράξις (< πράττω) + κόπτω

ονομαστική

πραξικόπημα πραξικοπήματα

γενική

πραξικοπήματος πραξικοπημάτων

αιτιατική

πραξικόπημα πραξικοπήματα

κλητική

πραξικόπημα πραξικοπήματα

 πηγή: Βικιλεξικό

0 Shares

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Verified by MonsterInsights