Η μοναδική λύση που απομένει είναι η οδυνηρή στάση πληρωμών, αφού προηγουμένως προετοιμασθεί κατάλληλα η χώρα, με στόχο τη διαπραγμάτευση της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους – κάτι που σήμερα δεν είναι καθόλου εύκολο, όπως ήταν πριν την υπογραφή του PSI, καθώς επίσης στις αρχές του 2015, όπου μία ακόμη κυβέρνηση πρόδωσε τους Έλληνες, δολοφονώντας κυριολεκτικά την τελευταία τους ελπίδα.
Ανάλυση
Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας στις 31.12.2018 (κεντρική διοίκηση) είναι, με βάση τον προϋπολογισμό, 357,25 δις €, απέναντι σε ένα ΑΕΠ που υπολογίζεται στα 183,1 δις € – εάν επαληθευθεί ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης. Επομένως θα διαμορφωθεί στο 195,1% του ΑΕΠ – ενώ, εάν υποθέσουμε πως υπάρχουν πράγματι καθαρά ταμειακά διαθέσιμα της τάξης των 24 δις € αφαιρώντας τα, τότε θα είναι 333,25 δις € ή στο 182% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι σε θέση να εξυπηρετεί αυτό το χρέος για κάποια χρόνια, επειδή το επιτόκιο δανεισμού της από την Τρόικα ευρίσκεται κάτω από το 1,7% ή στα 5,7 δις € ετήσια – όπου όμως, εάν υποθέσουμε πως θα δανειζόταν χρήματα από τις αγορές για να ανακυκλώνει τα χρεολύσια, θα πλήρωνε σήμερα 4,25% (στο σύνολο του χρέους των 333,25 δις € περί τα 14,16 δις € ετήσια). Προφανώς κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ενώ κανένας δεν γνωρίζει το ύψος των επιτοκίων που θα της προσφερθεί όταν πράγματι βγει στις αγορές – αφού προς στιγμήν είναι θεωρητικό.
Περαιτέρω, οι δυνατότητες ανάπτυξης της Ελλάδας με τέτοιο ύψος χρέους, είναι σχεδόν ανύπαρκτες, πόσο μάλλον όταν δεν επιτρέπει την ανάκτηση της πιστοληπτική της ικανότητας – ενώ η μικρή άνοδος του ΑΕΠ της το 2017 (1,5%) προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από την κατανάλωση και όχι από τις επενδύσεις. Ειδικότερα, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου συνεχίζει να είναι υπερβολικά χαμηλός και να μειώνεται (πηγή), ενώ οι εγχώριες επενδύσεις είναι αδύνατες αφού οι καταθέσεις είναι αρνητικές (επενδύσεις = καταθέσεις) – με τις ξένες να είναι είτε βραχυπρόθεσμες, είτε να αφορούν την εξαγορά των δημοσίων επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές. Εν προκειμένω, η μοναδική δυνατότητα για να αναπτυχθεί η Ελλάδα είναι η αύξηση των δημοσίων επενδύσεων – κάτι που όμως απαγορεύεται από την Τρόικα, αφού θα αύξανε το ήδη τεράστιο χρέος της.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα δεν μπορεί να μειώσει το δημόσιο χρέος της ούτε σε απόλυτο μέγεθος, αφού συνεχίζει να αυξάνεται παρά τα πλεονάσματα που αναφέρει η κυβέρνηση και τις ιδιωτικοποιήσεις, ούτε σε ποσοστιαίο – επειδή η άνοδος του ΑΕΠ της είναι αναιμική, διαμορφούμενη πολύ χαμηλότερα από το επιτόκιο δανεισμού της από τις αγορές. Με δεδομένο δε το ότι είναι μέλος της Ευρωζώνης, δεν είναι σε θέση να το περιορίσει με τη βοήθεια του πληθωρισμού – οπότε άλλος τρόπος μείωσης του εκτός της ονομαστικής διαγραφής δεν υπάρχει.
Από την άλλη πλευρά, το κόκκινο ιδιωτικό χρέος έχει εκτοξευθεί στα ύψη, χωρίς να είναι δυνατή η αντιμετώπιση του εάν δεν επέμβει το δημόσιο – σημειώνοντας πως οι Έλληνες είναι γενικότερα υπερχρεωμένοι, με αποτέλεσμα την αδυναμία δανεισμού τους, μεταξύ άλλων λόγω της ανύπαρκτης πιστοληπτικής τους ικανότητας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατες οι επενδύσεις και η ανάπτυξη, η οποία στηρίζεται πάντοτε στο δανεισμό – ενώ ο μοναδικός συντελεστής του ΑΕΠ που μπορεί να προσφέρει είναι το εμπορικό ισοζύγιο (ΑΕΠ = Κατανάλωση + Ιδιωτικές επενδύσεις + Δημόσιες δαπάνες + Εμπορικό ισοζύγιο).
Με δεδομένο τώρα το ότι, το Εμπορικό ισοζύγιο είναι οι εξαγωγές μείον τις εισαγωγές, όπου οι εξαγωγές μας το 2017 ήταν 28,83 δις € ενώ οι εισαγωγές 50,26 δις €, με αποτέλεσμα να έχουμε έλλειμμα ύψους 21,43 δις € (πηγή), η μείωση των εισαγωγών με την κατανάλωση ελληνικών προϊόντων σε συνδυασμό με την αύξηση των εξαγωγών είναι η μοναδική δυνατότητα ανάπτυξης της οικονομίας μας – όπου απαιτείται εύλογα ο οικονομικός πατριωτισμός μας.
Το τραπεζικό αδιέξοδο
Περαιτέρω, τόσο το ένα, όσο και το άλλο είναι εφικτά – όπου όμως θα απαιτούνταν επενδύσεις (α) για να αναπτυχθεί η μεταποίηση και να αυξηθεί η υπεραξία των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές (για παράδειγμα, να πουλάμε συσκευασμένο ελληνικό λάδι και όχι χύμα στους Ιταλούς), καθώς επίσης (β) για να καλύψουμε τη ζήτηση στα αγαθά που εισάγουμε, παράγοντας τα στη χώρα μας – αποφεύγοντας παράλληλα να καταναλώνουμε ξένα προϊόντα, μειώνοντας τις ανάγκες μας σε αυτά. Με απλά λόγια θα μπορούσαμε να ισοσκελίσουμε το εμπορικό μας ισοζύγιο, οπότε θα αυξανόταν αυτόματα το ΑΕΠ μας κατά 21,43 δις € στα 204 δις €, όσο ήταν το 2017 το έλλειμμα του. Από αυτό και μόνο το ποσοστό του δημοσίου χρέους μας (333,25 δις €) θα μειωνόταν στο 163% του ΑΕΠ – οπότε θα ήμασταν σε πολύ καλύτερη θέση.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως εδώ είναι οι υπερχρεωμένες τράπεζες – κάτι που, σε συνδυασμό με την πλήρη απαξίωση του χρηματιστηρίου μας (έχουν χαθεί πάνω από 150 δις €), έχει οδηγήσει τις μεγάλες μας εταιρείες, τη μία μετά την άλλη, να εγκαταλείπουν την Ελλάδα, αφού δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν σωστά – με δυσμενέστατα επακόλουθα για την οικονομία μας. Το μεγαλύτερο τώρα πρόβλημα των τραπεζών είναι τα κόκκινα δάνεια, τα οποία από 9,6% το 2009 έχουν εκτοξευθεί στο 48,1% σήμερα – ενώ έχει χαθεί η ευκαιρία της δημιουργίας μίας «κακής τράπεζας» το 2015, όπου επιτρεπόταν ακόμη η διάσωση των τραπεζών από τα κράτη, όταν σήμερα προηγούνται οι ομολογιούχοι, οι μέτοχοι και οι καταθέτες τους.
Για παράδειγμα, μία «κακή τράπεζα» θα μπορούσε να αναλάβει προβληματικά δάνεια των τραπεζών ύψους 50 δις € από τα 90 δις € περίπου σήμερα, με ένα κεφάλαιο της τάξης των 10 δις € – ενώ, εάν οι τράπεζες μεταβίβαζαν σε αυτή τα κόκκινα δάνεια τους σε «αγοραίες τιμές» (=ονομαστική αξία μείον τις προβλέψεις τους ποσοστού 52%, άρα τα 100 € έναντι 48 €), τότε δεν θα περιοριζόταν καθόλου τα ίδια κεφάλαια τους. Υπενθυμίζουμε πως μείωσαν τα κόκκινα δάνεια τους μέχρι τον Ιούλιο του 2018 κατά 17 δις € (πηγή), με κόστος όμως 7 δις € (41,2%), με αποτέλεσμα να περιοριστούν τα ίδια κεφάλαια τους από 29 δις € στα 22 δις € – γεγονός που σημαίνει πως τα πούλησαν με έκπτωση 93,2% μαζί με τις προβλέψεις (52%), οπότε για κάθε 100 € εισέπραξαν μόλις 6,8 € εάν ισχύουν αυτά που έχουν δημοσιευθεί.
Υπάρχει τώρα το ιταλικό μοντέλο, η τιτλοποίηση δηλαδή των προβληματικών δανείων με κρατικές εγγυήσεις για τα ομόλογα που θα εκδώσουν οι τράπεζες, αλλά το θέμα είναι το πώς θα αποτιμηθούν αυτά τα δάνεια: (α) σε «αγοραίες τιμές», στο 48% δηλαδή της αξίας τους που δεν θα μείωνε τα ίδια κεφάλαια τους (από τα 22 δις € σήμερα τα 17 δις € είναι αναβαλλόμενοι φόροι, οπότε τα πραγματικά είναι μόλις 5 δις €) ή (β) σε «ειδικές τιμές», άρα με έκπτωση μεγαλύτερη από το 48% που θα μείωνε τα ίδια κεφάλαια τους.
Όπως αναφέρεται πάντως, το ΤΧΣ σχεδιάζει μία λύση με βάση το ιταλικό μοντέλο, όπου θα τιτλοποιηθούν 20 δις € προβληματικά δάνεια με την έκδοση τραπεζικών ομολόγων εγγυημένων από το δημόσιο, ύψους 7 δις € – οπότε σε χαμηλότερη τιμή από την αγοραία, γεγονός που θα σήμαινε πως η εγγύηση του δημοσίου θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως κρατική βοήθεια που απαγορεύεται πλέον από την Ευρώπη. Εκτός αυτού, θα μείωνε τα κεφάλαια των τραπεζών – σημειώνοντας πως για τις εγγυήσεις οι τράπεζες θα πλήρωναν στο δημόσιο μία υψηλή προμήθεια που θα αύξανε τα έξοδα τους σημαντικά, ενώ θα επιβαρυνόταν επί πλέον με τα επιτόκια των ομολόγων που μάλλον δεν θα ήταν χαμηλά.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι η Εθνική Τράπεζα, για παράδειγμα, έχασε το 97% της χρηματιστηριακής της αξίας από το 2010 έως το 2014 – ενώ από το 2015 έως πρόσφατα έχασε επί πλέον 98% από την αξία που είχε απομείνει! Εκτός αυτού, κανένας δεν γνωρίζει την καθαρή θέση των ελληνικών τραπεζών – κάτι που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία και βασικό δείγμα της αδιαφάνειας που επικρατεί ακόμη στην Ελλάδα.
Όπως και να είναι τώρα, η μοναδική πραγματικά αποτελεσματική λύση για τις τράπεζες, είναι αυτή που υιοθετήθηκε από τις Η.Π.Α. – δηλαδή, η προσωρινή κρατικοποίηση τους, η εξυγίανση τους και αργότερα η πώληση των μετοχών τους στους επενδυτές. Εν τούτοις δεν επιτρέπεται πλέον από τους κανονισμούς της Ευρωζώνης – αποτελώντας μία ακόμη χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα, η οποία «κάηκε» το 2015 από τη σημερινή κυβέρνηση.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, με τόσο μεγάλα προβλήματα στις τράπεζες, χωρίς επί πλέον να έχουν μία πραγματικά κεντρική τράπεζα που να τις καλύπτει και με τους νέους κανονισμούς της Ευρωζώνης που δεν επιτρέπουν τη διάσωση τους από το κράτος, καθώς επίσης δομικά ελλείμματα του προϋπολογισμού άνω του 0,5% στα κράτη που έχουν δημόσιο χρέος πάνω από το 60% του ΑΕΠ τους (το 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα που επιβάλλεται στην Ελλάδα είναι ουσιαστικά δημοσιονομικό αφού υπερβαίνει τους τόκους), δεν φαίνεται να υπάρχουν λύσεις – πόσο μάλλον όταν οι τόκοι που πληρώνουμε εκρέουν στο εξωτερικό, μειώνοντας την ήδη απελπιστικά χαμηλή ρευστότητα της οικονομίας μας.
Με δεδομένο δε το ότι, το χρέος μας είναι σε ξένο νόμισμα (το ευρώ είναι ξένο συνάλλαγμα για όλες τις χώρες του), ενώ κατά κανόνα μία χώρα κινδυνεύει να χρεοκοπήσει όταν το εξωτερικό χρέος της υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ της (εδώ οφείλεται η υποχρέωση του Μάαστριχτ για ανώτατο όριο χρέους στο 60% του ΑΕΠ), όταν της Ελλάδας έχει ξεπεράσει το 180%, είναι αδύνατον να σκεφθεί κάτι θετικό κανείς – εκτός από την ονομαστική διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, εναλλακτικά το συμψηφισμό του με τις γερμανικές επανορθώσεις. Πόσο μάλλον όταν η έξοδος στις αγορές με βιώσιμα επιτόκια (=χαμηλότερα από το ρυθμό ανάπτυξης) είναι όνειρο θερινής νύχτας, ακόμη και αν δεν ακολουθήσει η επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση που ενδεχομένως ευρίσκεται ήδη σε εξέλιξη (ανάλυση).
Από την άλλη πλευρά η στάση αναμονής, όταν έχει ήδη δρομολογηθεί το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και η δήμευση μεγάλου μέρους της ιδιωτικής στο βωμό του χρέους, η αλλαγή ιδιοκτησίας καλύτερα της Ελλάδας με τη μετατροπή των Ελλήνων σε φθηνούς σκλάβους χρέους των Γερμανών, δεν μπορεί να θεωρηθεί θετική – οπότε το αδιέξοδο είναι τραγικό, χωρίς καμία διάθεση απαισιοδοξίας.
Απομένει βέβαια η οδυνηρή λύση της στάσης πληρωμών, αφού προηγουμένως προετοιμασθεί κατάλληλα η χώρα, με στόχο τη διαπραγμάτευση της ονομαστικής διαγραφής μέρους του χρέους – κάτι που σήμερα δεν είναι καθόλου εύκολο, όπως ήταν πριν την υπογραφή του PSI, καθώς επίσης στις αρχές του 2015, όπου μία ακόμη κυβέρνηση πρόδωσε τους Έλληνες, δολοφονώντας κυριολεκτικά την τελευταία τους ελπίδα.
Μπορεί δε οι «υλικές ζημίες» που προκλήθηκαν τότε στη χώρα να μην ήταν στο ύψος που αναφέρουν οι ξένοι, αλλά οι υπόλοιπες ήταν ανυπολόγιστες – όπως η πλήρης απαξίωση της Πολιτικής από τους Έλληνες, η συνθηκολόγηση τους πιστεύοντας πως δεν έχουν πια καμία εναλλακτική λύση, η εξουδετέρωση των υγιών αντιστάσεων τους κοκ. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να τους πείσει πια κανείς πως υπάρχουν ακόμη λύσεις ανάκτησης της εθνικής τους κυριαρχίας, έστω οδυνηρές – οπότε το πιθανότερο είναι να επιλέξουν ξανά κάποιο από εκείνα τα κόμματα που τους κατέστρεψαν, όχι επειδή πιστεύουν πως με τα ίδια σαθρά υλικά και με το ίδιο πολλαπλά αποτυχημένο πείραμα θα τα καταφέρουν, αλλά λόγω του ότι έχουν συμβιβαστεί με τη μοίρα τους.