«Τα νησιά αυτά είναι υπό κατοχή, Ερντογάν. Πήγαινε να τα πάρεις, όπως ο Ετζεβίτ την Κύπρο».
Αυτό διαμήνυσε ο Kemal Kılıçdaroğlu στον Recep Tayyip Erdoğan, μετά τη δήλωση του τελευταίου πως «Θα έρθουμε μία νύχτα ξαφνικά», εννοώντας σε ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Η επιχείρηση Αττίλας ή Attila Harekâtı εκδηλώθηκε ξαφνικά, λίγο μετά της 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου του 1974. Ο τότε Τούρκος πρόεδρος Mustafa Bülent Ecevit (σπούδασε Κοινωνική Ψυχολογία και Ιστορία της Μέσης Ανατολής στο Harvard University το 1957, με υποτροφία του State Department) προετοίμασε το διπλωματικό έδαφος της επίθεσης από την 17η Ιουλίου, όταν δήλωσε πως το ελληνοκυπριακό πραξικόπημα της χούντας του Ιωαννίδη είχε χαρακτηριστικά εισβολής. Που σήμαινε ότι οι Τούρκοι είχαν το δικαίωμα να εισβάλουν και αυτοί, βάσει της φαντασιώδους συμφωνίας Ζυρίχης-Λονδίνου.
Δύο μέρες αργότερα, το βράδυ της 19ης Ιουλίου, προβλήθηκε ζωντανά από την τουρκική τηλεόραση ο απόπλους της τουρκικής αποβατικής δύναμης. Ο τότε χουντικός αρχηγός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων ειδοποιήθηκε από την Ελληνοκυπριακή στρατιωτική ηγεσία για τα τουρκικά σκάφη που έπλεαν προς την Κύπρο, αλλά απέρριψε τον επιθετικό τους χαρακτήρα, διότι η δικτατορική κυβέρνηση του Ιωαννίδη θεωρούσε ότι οι Τούρκοι κάνουν γυμνάσια για εκβιαστικούς λόγους. Μάλιστα, ο εν Ελλάδι ύπνος συνεχίστηκε για αρκετές ώρες αφού η Κύπρος δεχόταν ανελέητα πυρά.
Ένας ύπνος που συνεχίστηκε και επί κυβερνήσεων Καραμανλή στην Ελλάδα και Κληρίδη στην Κύπρο, οπότε ξαφνικά την 14η Αυγούστου συνεχίστηκε η εισβολή με τον Αττίλα ΙΙ, με τον οποίον οι Τούρκοι έφτασαν να ελέγχουν το 36% του κυπριακού εδάφους από 7% με τον Αττίλα Ι.
Και κάτι ενδιαφέρον. Ο Ιωαννίδης είχε τοποθετηθεί το 1965 στην ΕΛΔΥΚ ως υπεύθυνος για τα σχέδια μάχης σε περίπτωση τουρκικής εισβολής.
Αμέσως μετά την εισβολή, ο τότε Αμερικανός υπουργός των εξωτερικών Henry Kissinger απέρριψε την υποστήριξη του ανατραπέντος καθεστώτος Μακάριου, δηλαδή την αποκατάσταση της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου προ της εισβολής. Η «τύχη» φαίνεται πως του έκανε δώρο την πτώση μιας πολιτικής ηγεσίας που δεν ήταν της αρεσκείας του. Η δε Αγγλία συνέστησε «αυτοσυγκράτηση», δηλαδή καθίστε να σας σφάξουν.
Ο ΟΗΕ με το ψήφισμα 353, της 20ης Ιουλίου, απαίτησε την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, καθώς θεώρησε την εισβολή αντίθετη με το σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας ενός κράτους. Αλλά δεν έθεσε θέμα εφαρμογής του ψηφίσματος. Ούτε κάποιο κράτος-μέλος του ΟΗΕ απαίτησε την εφαρμογή του.
Το δε Συμβούλιο της Ευρώπης έσπευσε την 29η Ιουλίου να εκδώσει το Ψήφισμα 573, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα της Τουρκίας να επέμβει για να αποκαταστήσει το προ-πραξικοπηματικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960. Φαίνεται πως έπασχε από μυωπία, καθώς ήταν ολοφάνερο πως η Τουρκία δεν σκόπευε σε αποκατάσταση του καθεστώτος Μακάριου – εδώ γελάνε και οι πέτρες – αλλά σε κυρίευση εδαφών της Κύπρου.
Το «γιατί» που γεννιέται όσον αφορά τη συμπεριφορά των δυτικών μας, δήθεν, συμμάχων απέναντι στην ξαφνική τουρκική εισβολή, απαντάται από την ίδια την ιστορία τους.
Στις 2 Απριλίου του 1801, κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, ο Βρετανικός στόλος επιτίθεται ξαφνικά, χωρίς κήρυξη πολέμου, εναντίον του δανέζικου στόλου που βρισκόταν στην Κοπεγχάγη. Η ιδέα ενός προληπτικού χτυπήματος εναντίον μη εμπόλεμου κράτους ανήκε στον τότε Άγγλο υποναύαρχο Νέλσων και ήταν πρωτάκουστη για τα ευρωπαϊκά πλαίσια της εποχής, αλλά όχι κάτι πρωτόγνωρο με βάση το αποικιοκρατικό πολεμικό ιστορικό της Αγγλίας. Δυστυχώς, οι Δανοί πιάστηκαν στον ύπνο.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1807, πάλι κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων, η Βρετανία εκδηλώνει άλλη μία ξαφνική επίθεση, αυτή τη φορά εναντίον της πόλης της Κοπεγχάχης, η οποία επίθεση κατά την αγγλική άποψη είχε και πάλι προληπτικό χαρακτήρα. Για τους Δανούς, όμως, επρόκειτο για τρομοκρατικό βομβαρδισμό της δανέζικης πρωτεύουσας, αφού το μεγαλύτερο μέρος της πόλης καταστράφηκε, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου δύο χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν. Μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν και εμπρηστικές ρουκέτες που περιείχαν φώσφορο, ο οποίος δεν μπορεί να κατασβεστεί με νερό. Οι Δανοί πιάστηκαν και πάλι στον ύπνο, παρά το μόλις προ έξι ετών προηγούμενο.
Τη νύχτα της 8ης Φεβρουαρίου του 1904, ο ιαπωνικός στόλος επιτίθεται ξαφνικά στο ρωσικό στόλο που ήταν αγκυροβολημένος στο ναύσταθμο του κινεζικού λιμανιού Πορτ Άρθουρ (σημερινό Λιουσούνκου), το οποίο είχε νοικιάσει η Ρωσία από την Κίνα, για να εξυπηρετεί τις εμπορικές της ανάγκες στον Ειρηνικό κατά την περίοδο του χειμώνα. Η κήρυξη του πολέμου εκ μέρους της Ιαπωνίας έγινε δύο μέρες αργότερα, την 10η Φεβρουαρίου του 1904. Προφανώς οι Ρώσοι δεν περίμεναν να αντιγράψουν οι Ιάπωνες τους Άγγλους.
Στα τέλη του 1904, ο Άγγλος ναύαρχος Τζων Φίσερ πρότεινε στον βασιλιά Εδουάρδο Ζ’ μία αιφνιδιαστική επίθεση στη Γερμανία, χωρίς κήρυξη πολέμου, με σκοπό την καταστροφή του γερμανικού ναυτικού, καθώς θεωρούσε επικίνδυνη τη ραγδαία του ανάπτυξη. Η εισήγησή του δεν έγινε δεκτή, αλλά η ιδέα μίας ξαφνικής πολεμικής ενέργειας είχε και πάλι πέσει στο τραπέζι.
Τα ξημερώματα της Κυριακής (αργία) της 7ης Δεκεμβρίου του 1941, εκδηλώθηκε, αιφνιδιαστικά, η ιαπωνική επίθεση κατά της ναυτικής βάσης των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ. Η ιδέα ανήκε στον Αρχηγό του ιαπωνικού στόλου, Ιζορόκου Γιαμαμότο, ο οποίος πρότεινε την καταστροφή του αμερικανικού στόλου, χωρίς να προηγηθεί κήρυξη πολέμου.
Οι Αμερικανοί δεν ανέμεναν την ξαφνική επίθεση. Αγνόησαν το ιστορικό των Ιαπώνων στο Πορτ Άρθουρ, ενώ θεωρούσαν πως η Χαβάη απέχει αρκετά από τις ιαπωνικές βάσεις, καθώς και ότι ο στόλος τους δεν ήταν ευάλωτος σε τορπίλες, διότι τα νερά στο ναύσταθμο ήταν ρηχά. Ζήτημα το οποίο είχαν στο μεταξύ επιλύσει οι Ιάπωνες, φτιάχνοντας τορπίλες με ειδικά πτερύγια. Οι Αμερικανοί πιάστηκαν στον ύπνο και υπέστησαν μεγάλη καταστροφή.
Επομένως, η ιστορία φανερώνει ότι ο δυτικός κόσμος δεν εναντιώνεται στο «ξαφνικό», διότι κατατάσσεται στις τακτικές του.
Στην Ελλάδα τώρα, όπως τονίζει ο Χρήστος Γιανναράς σε άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής, 7/5/23: «Η κοινωνική μας συνεννόηση λειτουργεί με αντεστραμμένους τους όρους της πραγματικότητας: Το φαντασιώδες παίρνει τη θέση του πραγματικού και το πραγματικό του φαντασιώδους.»
Σε ένα τέτοιο φαντασιώδες κολυμπάει και η εγχώρια πολιτική ελίτ, καθώς κατατάσσει τον δυτικό κόσμο στους υπερασπιστές απέναντι σε τυχόν «ξαφνικό» και αντιμετωπίζει τις τουρκικές απειλές και αξιώσεις (άκουσον, άκουσον: κατεχόμενα νησιά, γκρίζες ζώνες, αποστρατικοποίηση ελληνικού εδάφους, 12 ν.μ. = κλειστή θάλασσα, τουρκική ΑΟΖ μέχρι τη Λιβύη, ελληνικά νησιά – ακόμα και η Κρήτη – χωρίς ΑΟΖ) ως ελληνοτουρκικές διαφορές, συμπαρασύροντας μεθοδικά στο φαντασιώδες κολύμπι πλήθος Ελλήνων. Και δυστυχώς, η ιστορία φανερώνει πως όταν το φαντασιώδες κάνει πέρα το πραγματικό, τότε διακινδυνεύεται η έλευση ενός «ξαφνικού».
Η δυνατότητα να το αποφύγουμε υπάρχει, αν απορρίψουμε εκλογικές επιλογές αντεστραμμένης ή μάλλον διεστραμμένης πραγματικότητας. Αλλά για να τις απορρίψουμε πρέπει να ξυπνήσουμε από το φαντασιώδες, το οποίο είναι βαθύ. Και για να ξυπνήσει κάποιος από ένα βαθύ φαντασιώδες χρειάζονται πολύ γερά «χαστούκια».
Ποιος θα τα δώσει;
Κωνσταντίνος Μαργέλης
Άγιος Πέτρος, Λευκάδας, 12 Μαΐου 2023