Ειδήσεις από και για το Μεγανήσι
16 Απριλίου 2024

Η Βασιλική και το όμορφο γραφικό λιμανάκι της

Γράφει ο Παναγιώτης Σκληρός

Η φωτογραφία, μάλλον επιχρωματισμένη πρέπει ναναι γύρω στα 1955-56 και φαίνονται καθαρά οι παλιές πλάκες στο μουράγιο, οι βάρκες αραγμένες και τα ΤΟΛ σε λειτουργία. Τα σιδερένια μισοβάρελα δηλαδή, τα λυόμενα όπως τα λέγαμε που είχαν τοποθετηθεί μετά τον καταστροφικο σεισμό του 1948 που γκρέμισε πολλά σπίτια. Το ένα ,το μεγάλο που φαίνεται ήταν το δημοτικό μας σχολείο και το διπλανό μια κατοικία απ αυτές που είχαν απομείνει στην λεγόμενη Νεάπολη ή Βουρλιές όπου φαίνονται και οι ευκάλυπτοι που είχαν φυτέψει για την καταπολέμηση της ελονοσίας γιατί εκεί υπήρχαν στάσιμα νερά.

Το λιμάνι δεν έχει τις συνήθεις προσχώσεις στην ακριβώς απέναντι γωνία κάτω από το διώροφο όπου στεγαζόταν το ταχυδρομείο αλλά και η χωροφυλακή, άρα είχε έρθει η φαγάνα και το είχε ξεχώσει. Φαίνεται ακόμα το καφενείο του Γεράσιμου Κατηφόρη-Λιά που ήταν ντυμένο με λαμαρίνες και το μεγάλο σπίτι δίπλα είναι  του γιατρού Μιχαλάκη Κατηφόρη και της συζύγου του της κ. Ελένης που ήταν η πρώτη που  έφτιαξε τις πρώτες κούκλες με την λευκαδίτικη φορεσιά και βρίσκονται στο μουσείο Μπενάκη..Επίσης φαίνεται η δεντροστοιχία με τους ευκάλυπτους που ήταν χαρακτηριστικό του λιμανιού καθώς και η πρώτη αυτοσχέδια τέντα του ιστορικού εστιατορίου του Μήτσου Κολυβά- Βαγγελάρα. Η βάρκα που αράζει με το κίτρινο χαρακτηριστικό ζωνάρι είναι του Μόντσου και κουμάντο για ακίνδυνη προσέγγιση κάνει ο Θωμάς ο Τρικούπης ενώ στο τιμόνι είναι ο ίδιος ο Μόντσος, Τιμόθεος Πολίτης.

Στην τέντα είναι αραχτός ο Αγγέλης Τρικούπης κι έχει στ αριστερό του χέρι ένα από τους ανηψιούς του, τον Μάκη ή τον Κώστα, παιδιά του αδερφού του του Θωμά.

Το λιμάνι της Βασιλικής ήταν μαζί με αυτό του Αγίου Νικήτα- όπως έχει γράψει σχετικά σε ανάρτησή του κι ο Αντώνης Περδικάρης τα δύο λιμάνια που σχεδίαζαν να δημιουργήσουν οι Άγγλοι, όταν κατατρόπωσαν τους πειρατές μετά το 1810, έλεγξαν τους θαλάσσιους δρόμους και ήθελαν τον έλεγχο της διακίνησης των προϊόντων της βορειοδυτικής και της νότιας Λευκάδας. Της νότιας για τον εύφορο κάμπο και δυτικής για το λάδι και το κρασί. Οι Αγγλοι έφυγαν το 1864 και από τότε γινόταν ο αγώνας για την ίδρυση του ζωτικής σημασίας λιμανιού της Βασιλικής μιας και αυτό του Αγίου Νικήτα εγκαταλήφθηκε λόγω της ανάπτυξης του λιμανιού της πόλης της Λευκάδας. Έτσι άρχισε να  δημιουργείται ουσιαστικά και το ίδιο το χωριό σαν επίνειο της νότιας Λευκάδας. Χτίστηκε η εκκλησία της Παναγίας και ανοικοδομήθηκε αυτή του Άη Γεράσιμου στα Κολυβάτα που κατά μια πληροφορία πρωτοφτιάχτηκε ξύλινη.

Δημιουργήθηκαν σιδεράδικα, ραφτάδικα, βαφεία για τα μαλλιά, τα λινά αλλά και για να βάφονται τα δίχτυα, έγινε μια βιοτεχνία σαπουνιού από τον Κ.Φατούρο,   εμπορικά καταστήματα , σαμαράδικα και τσαγκάρικα, ξυλουργεία, πριονοκορδέλες.

Ήρθαν τεχνίτες από τη χώρα κι απ αλλού γιατί υπήρχε μεγάλη ανοικοδόμηση. Γύρισαν οι ξενιτεμένοι που είχαν κάμει κομπόδεμα και άνοιξαν μαγαζιά από κατοίκους των γύρω χωριών όπως οι Συβριώτες Ανυφαντής και Μελάς, οι Δραγανίτες Φίλιππος Κατωπόδης-Καπέος, Γιάννης Δρακάτος, Γεράσιμος Κατωπόδης-Κατσίκας αλλά κι απ τον Αγιο Πέτρο όπως ο Σπύρος ο Ζώγκος, ο Σολδάτος απ τον Αη Λιό, απ το Κομηλιό Μαραγκός από τ Αθάνι ο Χαλικιόπουλος και άλλοι. Λειτούργησε σχολείο και σχολαρχείο κάτι σαν τριτάξιο γυμνάσιο.

Εμείς πήγαμε σχολείο μέσα σ εκείνα τα Εγγλέζικα τεράστια ΤΟΛ που στήθηκαν μετά τον σεισμό του 1948 για να στεγάσουν τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν κι ήταν ψυγείο το χειμώνα και σάουνα όταν καλοκαίριαζε γι αυτό και αρκετές ζεστές μέρες κάναμε σχολείο κάτω από τα πολλά ευκάλυπτα. Λειτούργησαν ακόμα δικαστήρια όπου δούλευαν δικολάβοι, δηλαδή υπο-δικηγόροι, ντόπιοι κάπως μορφωμένοι που μιλούσαν και ωραία ώστε να απαλλάσσουν από τις κατηγορίες τον πελάτη τους. Οι κατηγορίες βέβαια εκείνη την εποχή στα πίσω χωριά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από παρασεινόρισμα στα χωράφια ή ¨γιατί  γίδα έφαγε την κεντρωμάδα του γείτονα¨.

Υπήρχε τελωνείο, ταχυδρομείο, υποδιοίκηση χωροφυλακής και αγρονομείο ενώ πάνω από πέντε γιατροί υπήρχαν στο χωριό, ακόμα και εξειδικευμένος παιδίατρος, ο Μιχάλης Κατηφόρης. Επίσης καφενεία, κουρεία, ταβέρνες , χασάπικα και φούρνος για όλους υπήρχε στην κεντρική πλατεία, όπως και αλευρόμυλοι. Υπήρχαν  πέντε ταβέρνες,  με πασίγνωστη αυτή του μπάρμπα Μήτσου του Βαγγελάρα αλλά και του Μιμίκου, του Τεπέλα και του Πλακίδα που δούλευαν όλο το χρόνο γιατί σαν λιμάνι και ουσιαστική αφετηρία δρομολογίων είχε κίνηση. Ιδίως οι Κυριακές ήταν σαν να υπήρχε ένα μεγάλο παζάρι με όλα τα μαγαζιά ανοιχτά. Αναφέρω εδώ και την ίδρυση το 1933 του ¨Προοδευτικου ομίλου νέων Βασιλικής¨ όπου έστησε και το μνημείο των πεσόντων το οποίο ακόμα υπάρχει στη θέση του, όχι όμως κι ένα χαρακτηριστικό πεύκο της θάλασσας που μάλλον γέρασε..

Το χωριό φωτίστηκε με λάμπες ασετιλίνης. Μετά το 1950  όμως, είχε και ιδιωτική ηλεκτρική εταιρία από τους Χαλκιόπουλο-Σολδάτο που κατ αρχήν ηλεκτροδότησε τους δρόμους του χωριού. Αργότερα πέρασε στην οικογένεια Φατούρου και μετά απορροφήθηκε από την ΔΕΗ. Θυμάμαι το μπάκ μπούκ που έκανε η πετρελαιομηχανή για να παράγει κάποιες ώρες  ρεύμα. Δημιουργήθηκε από το ΤΑΟΛ ένα οινοποιείο με σύγχρονες εγκαταστάσεις που ακόμα σώζονται και γινόταν όλη η μάζωξη της σοδειάς σταφυλιού από την Νότια Λευκάδα. Επίσης θυμάμαι σαν μικρός αλλά πολύ καλά, τα γεμάτα με κρασί βαρέλια να τα τραβάνε με σχοινιά στα πλοία που ήταν αρόδου απ το λιμάνι και να τα φορτώνουν για τη Γαλλία όπως λέγανε, για ¨να βάψουνε τα δικά τους που δεν είχαν χρώμα και σπίρτο-βαθμό¨.

Η Βασιλική το 1901

Επί βουλευτικής θητείας του Ευάγγελου Τσαρλαμπά του οποίου η προτομή έχει στηθεί στο λιμάνι, έγιναν οι προσπάθειες και τελικά κατόρθωσε μαζί με άλλους υπολογίζω παράγοντες να γίνει ένα μεγάλο για την εποχή εκείνη έργο, το λιμάνι δηλαδή και τρείς μόλοι- λιμενοβραχίονες για να το προστατεύουν. Ο μικρός μόλος για να εμποδίζει τα φερτά υλικά από τον χείμαρρο και τις σούδες του κάμπου, αυτός του ίδιου του λιμανιού με το φάρο του κι ο μεγάλος λιμενοβραχίονας για να ¨κόβει¨ την όστρια που έφερνε τρικυμία και καταστροφή στο λιμάνι.

Ο Ευάγγελος Τσαρλαμπάς

Το μουράγιο ήταν σ όλο το μέτωπο και σ όλα τα κράσπεδα μα και στις 4 μεγάλες σκάλες από ατόφια λεία λευκή πέτρα που πάνω τους γουλίζανε τα χταπόδια. Δεν γνωρίζω την προέλευση, έχω ακούσει όμως ότι την έφεραν από τη Μάλτα με μαούνες μαζί με τους τεχνίτες που την τοποθέτησαν. Με τέτοιες άσπρες πλάκες έφτιαξαν και τη βρύση επι δημαρχίας Δ. Κολυβά το 1904, μια εμβληματική βρύση στο κέντρο του λιμανιού.

Λένε ακόμα ότι αυτές τις πέτρες τις… λιμπίστηκε κι ο Ωνάσης να τις πάρει για το λιμάνι του Σκορπιού που έφτιαχνε τότε και να βάλει στη θέση τους τσιμέντο αλλά ευτυχώς ..Τώρα δεν φαίνονται απ τα τσιμέντα που έπεσαν στην αποκατάσταση του λιμανιού απ το σεισμό του 2003.

Σε πρώτο πλάνο ο Σπύρος ο Πρέπης και με την πλάτη ο Λάμπρος.Στο βάθος  δυό καίκια, το ένα είναι το ΕΛΑΝ του Μπάκα και στη σειρά οι ασπρισμένοι ευκάλυπτοι.

Η ζωή στη Βασιλική και στο λιμάνι ήταν ήρεμη τότε. Εμείς οι μικροί με κάτι καλαμίδια από καλάμια του κάμπου θεόρατα και στραβά, ότι βρίσκαμε δηλαδή και κάτι δολώματα από ψωμοτύρι νομίζαμε ότι θα κοροϊδέψουμε τα ψάρια κι έτσι τα ταΐζαμε εκεί στην άκρη στο μουράγιο αλλά όλο τσίμπαγε κάνας τζίλιος και νομίζαμε ότι κάτι κάναμε. Κάναμε όμως παρέα , κάναμε φίλους, κάναμε το κέφι μας. Οι μεγάλοι με τις τράτες και τις ψαρόβαρκες είχαν τις μεριές τους, τις καλάδες τους ,τα παραγάδια τους ,τα μπαλώματά τους, τα καλαφατίσματα και τα πασαλείμματα κάθε τόσο στην κοιλιά της  βάρκας με μοράβια για να μην κόβει η ταχύτητα. Ο μπάρμπα Γεράσιμος ο Μπάκας έριχνε τον πεζόβολό του και μάζευε μουξουνάρια απ το λιμάνι.

Η Δροσούλα Ζώγκου μπαλώνει τα δίχτυα

Οι ξένοι που επισκεπτόταν το χωριό θαύμαζαν το παλιό παραδοσιακό μουράγιο που ήταν από ατόφια κάτασπρη  πλακά όπως είπαμε και απολάμβαναν τη δροσιά που έβγαζε η θαλάσσια αύρα, το θρόισμα των ευκαλύπτων και κατά το βραδάκι τα χιλιάδες τιτιβίσματα από τα σπουργίτια που φώλιαζαν στα κλαδιά τους..

Ένα από τα μεγάλα καίκια που έδεναν στη Βασιλική

Εκτός από τα θεόρατους ευκάλυπτους που ήταν σε μια σειρά στην άκρη στη θάλασσα, υπήρχε και υπάρχει κι ένας πλάτανος στο λιμάνι που είχε μια μεγάλη κουφάλα. Τόσο μεγάλη που κρυβόμαστε μέσα όταν παίζαμε κρυφτό η όταν κάναμε καμιά ζαβολιά.

Ο Θανάσης Κατηφόρης στον πλάτανο του λιμανιού

Στο τέλος του λιμανιού ήταν ένας φάρος που τα βράδια αναβόσβηνε ένα κόκκινο και πράσινο χρώμα αν θυμάμαι καλά. ΄Επεσε σε μια θεομηνία με τριήμερη όστρια που με κάτι θεόρατα θυμάμαι κύματα τον πέταξε μαζί με τα μπλόκια.

Ο φάρος έχει πέσει . Οι επιβάτες για τον Γλάρο, πηγαίνουν με βάρκες στη σκάλα του πλοίου. Εκεί που ήταν το σχολείο-τόλ, χτίστηκε το Δ.Σχολείο. Στο βάθος η εκκλησίατης Παναγίας  και ψηλά ο Αη Νικόλας.

Λειτουργούσαν τότε δυο πανδοχεία στο χωριό κι ήταν και μαζί μ αυτό του πατέρα του Μούστα στο Σύβρο, τα μοναδικά στη νότιο Λευκάδα. ¨Ο Παράδεισος ¨ του Πάνου Κολυβά πίσω στον Αη Γεράσιμο και του Λιβανάκη πάνω από το καφενείο, ακριβώς στην καρδιά του λιμανιού. Σ αυτά έμεναν αντιπρόσωποι που ερχόταν η έφευγαν για Πάτρα κυρίως με τον Γλάρο, το αγαπημένο παπόρο της εποχής.

Ακόμα στα πανδοχεία έμεναν το καλοκαίρι τουρίστες που εμείς τους λέγαμε περιηγητές. Ξεχώριζαν από εμάς γιατί φορούσαν γυαλιά ηλίου, πέδιλα κι ήταν πιο καλοντυμένοι, καθαροί αλλά κρατούσαν πάντα και φωτογραφικές μηχανές.

Εξω από το καφενείο του Κολυβά- Συμορίτη . Στη δεξιά μεριά με τα γυαλιά είναι σίγουρα ένα ζευγάρι περιηγητών. Το ντύσιμο και το ύφος το φανερώνουν.

Οι ξένοι έψαχναν την αυθεντική Ελλάδα και σ εμάς έβρισκαν αυτό που ήθελαν να δουν ή να φωτογραφήσουν.

Η θειά Τασούλα του Μπάκα, βγαίνει από την τράτα τους ¨Αγιος Σπυρίδων¨

Επίσης διανυκτέρευαν υπάλληλοι ή δικηγόροι που είχαν υποθέσεις στο δικαστήριο η ακόμα και για την σύνταξη ενός συμβολαίου. Το χωριό όπως είπαμε είχε ειρηνοδικείο και είχε και έχει συμβολαιογραφείο.  Λειτουργούσαν πολλά καφενεία με ξεχωριστό αυτό του Λιβανάκη αλλά και του μπάρμπα Λιά Κατηφόρη, του Βηλάνου και άλλων. Εκτός από τις και 5-6 ταβέρνες που είπαμε , υπήρχαν και αρκετά κουτσομάγαζα με ψαράδες για κάνα κρασάκι που καθότανε πάνω σε ψαροκασέλες αλλά είχαν πάντα το κέφι τους με τις ναυτικές τους ιστορίες ή αργότερα με κάνα τζούκ μπόξ. Λειτουργούσαν όλες τις μέρες του χρόνου για τους ναυτικούς που διανυκτέρευαν βέβαια στ αμπάρια αλλά έβγαιναν έξω για κάνα κρασάκι!! Έτσι είναι τα λιμάνια..

Από το λιμάνι της Βασιλικής είχε δυό φορές τη βδομάδα συγκοινωνία με τον ιστορικό Γλάρο για Πάτρα και Πειραιά αλλά γινόταν και όλη η διακίνηση του εμπορίου. Επίσης απ το λιμάνι γινόταν η εξαγωγή των τοπικών αγροτικών προϊόντων απ όλους τους κάμπους του νότου προς το Θιάκι και το Φισκάρδο με τα καΐκια του Καρδούλη , του Ταφλαμπά, του Πάπιου και άλλων, θέμα που αναφέρω στο σημείωμα: ¨Ο μεγάλος κάμπος στο Νότο και τα καΐκια για το Θιάκι¨..

Παναγιώτης Σκληρός

Οι φωτογραφίες είναι του Χριστόδουλου Φατούρου και Fritz Berger

0 Shares

Σχετικά άρθρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Verified by MonsterInsights