Ερ.: Η συγγραφή του συγκεκριμένου παραμυθιού, τα Παγανά, βασίστηκε «στις ολοζώντανες αφηγήσεις των γιαγιάδων μας», όπως αναφέρετε και στην εισαγωγή του βιβλίου σας. Ποιο ήταν το κίνητρο εκείνο που σας ώθησε στο να συμπεριλάβετε αυτές τις διηγήσεις, μέσα στον ιστό ενός παραμυθιού;
Α.Δ.: Όταν ερχόταν οι μέρες των γιορτών κάθε χρόνο, από παιδί, πρόσεχα όλα τα ιδιαίτερα πράγματα που έκαναν οι παλιές ηλικιωμένες γυναίκες του χωριού μου και δε σας κρύβω ότι παρότι είχα πάντα τις αμφιβολίες μου για το αν και πόσο ήταν δικαιολογημένη όλη αυτή η τελετουργία, κρατούσα μόνο την αίσθηση που μου άφηνε όλη αυτή η διαδικασία. Το παραμύθι μου λοιπόν, χωρίς να έχει λαογραφικές εμμονές, προσπαθεί να τέρψει τον αναγνώστη παραθέτοντας συνάμα σκηνές αληθινές από το πρόσφατο και απώτατο παρελθόν της ζωής της δικιάς μας υπαίθρου, του Μεγανησίου και ειδικότερα του Κατωμερίου, του χωριού που μου πρόσφερε απλόχερα όλα τούτα τα βιώματα. Ως κίνητρο λοιπόν μπορεί να εκληφθεί η επιδίωξη της ευχαρίστησης, αλλά και η διάσωση των εθίμων του δωδεκάημερου σε πλάγιο διηγηματικό λόγο.
Ερ.: Τα παραμύθια σας απευθύνονται μόνο στους μικρούς αναγνώστες ή και σε μεγαλύτερο κοινό; Ποιο από τα δύο κοινά είναι πιο απαιτητικό;
Α.Δ.: Τα παραμύθια μου απευθύνονται σε παιδιά 5 έως 105 ετών. Και βέβαια, αν κρίνω από τον εαυτό μου, πιστεύω πως το παραμύθι αυτού του είδους αποτελεί μέγιστη ψυχική ανάταση περισσότερο για τους μεγάλους, παρά για τα παιδιά, μιας και οι πρώτοι διαθέτουν τους συναισθηματικούς υποδοχείς που βασίζονται στα πρότερα τους βιώματα, εκείνα της παιδικής τους ηλικίας που ενεργοποιεί η αφήγηση των λεγόμενων λαϊκών παραμυθιών.
Ερ.:Πιστεύετε στη διδακτική δύναμη των παραμυθιών; Θεωρείτε ότι έχουν τη δύναμη να συμβάλλουν στη διαμόρφωση και στη δόμηση της προσωπικότητας ενός παιδιού;
Α.Δ.: Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο. Είναι κάτι που έχουν υπογραμμίσει πολλοί συγγραφείς και ψυχολόγοι, ακόμα και ο ίδιος ο Αϊνστάιν. Η παιδική ψυχή καλλιεργείται με την ακρόαση των παραμυθιών και η φαντασία ευδοκιμεί και πλουτίζει σε ιδέες, βρίσκοντας λύσεις σε προβλήματα της καθημερινότητας με τη μετουσίωση και την αφομοίωση πρακτικών που συναντώνται στο παραμύθι.
Ερ.:Εκτός από συγγραφέας παιδικών βιβλίων, είστε νοσηλευτής και Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Νοσηλευτών Ελλάδας. Πού συναντιούνται αυτές οι δυο ιδιότητες;
Α.Δ.: Δε νομίζω ότι συναντιούνται. Η συγγραφή των παραμυθιών ήταν χρόνια κάτι που με απασχολούσε αλλά δεν το αποφάσιζα λόγω έλλειψης χρόνου, αλλά και επειδή δίσταζα να ανοιχτώ σε άγνωστα νερά, ξέροντας πως επρόκειτο για ένα τόλμημα εξαιρετικά ριψοκίνδυνο με λίγες πιθανότητες ευόδωσης. Η ιδιότητά μου που αναφέρατε, ίσως με βοήθησε να έρθω σε επαφή με περισσότερο κόσμο και να δώσω δείγματα της δουλειάς μου.
Ερ.: Αν η ελληνική κρίση ήταν παραμύθι, τι τίτλο θα είχε και πώς θα εξελισσόταν;
Α.Δ.: Σίγουρα θα ήταν ένα τρομακτικό παραμύθι με τίτλο «Ο λαβύρινθος». Πρωταγωνιστές θα ήταν πολλοί πράσινοι και μπλε καλικάτζαροι μικρόψυχοι, αδηφάγοι μα και αφελείς, αλλά και μερικοί πορτοκαλί άμυαλοι νάνοι με αρχηγό το χαχανούλη, έναν φαφλατά τρισπίθαμο χαζοχαρούμενο, που ενώ υπόσχεται να οδηγήσει τον υποτονικό λαό του στην έξοδο του λαβύρινθου, τον οδηγεί πιο κοντά στο Μινώταυρο, προδίδοντας και την τελευταία του ελπίδα. Το τέλος θα είναι οδυνηρό, εκτός κι αν συμβεί κάποια ανατροπή απ’ τους υπόλοιπους νάνους, τους πολλούς…
Ερ.: Ως συγγραφέας παιδικών βιβλίων, έρχεστε τακτικά σε επαφή με το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θεωρείτε ότι αυτό, προωθεί σε σημαντικό βαθμό τη φαντασία και τη δημιουργικότητα των παιδιών;
Α.Δ.: Θα μπορούσε να είναι και καλύτερα. Η δημιουργικότητα των παιδιών, αλλά και η φαντασία τους, έχουν αφεθεί στην καλή θέληση ορισμένων ικανών και προικισμένων δασκάλων με όρεξη να «μορφώσουν» τους παιδικούς χαρακτήρες. Μα το ίδιο δε συμβαίνει και στην υγεία, στον πολιτισμό, στη δημόσια διοίκηση, στην πρόνοια; Το κράτος απουσιάζει απ’ όλους τους παραπάνω τομείς και οι πολίτες καλούνται να αυτοσχεδιάσουν.
Ερ.: Είναι ο συγγραφέας ένα επάγγελμα;
Α.Δ.: Ενδεχομένως ναι, αλλά όταν αφορά καταξιωμένους συγγραφείς που αμείβονται επαρκώς ώστε να μη χρειάζεται να ετεροαπασχολούνται. Βέβαια, οι ιδέες δεν έρχονται κατά παραγγελία, πράγμα που επισκιάζει τη σχέση της συγγραφικής ιδιότητας με την απαίτηση και απόδοση αμοιβής.
Ερ.: Που περάσατε τα παιδικά σας χρόνια; Ποιες είναι οι μνήμες σας από αυτά;
Α.Δ.: Είναι μια ερώτηση που χαίρομαι ιδιαιτέρως να απαντήσω. Μεγάλωσα στο Κατωμέρι Μεγανησίου μέχρι τα 15 μου χρόνια και ύστερα μετακόμισα στη Λευκάδα για να φοιτήσω στο Λύκειο. Οι αναμνήσεις μου είναι γερά ριζωμένες στο πατρικό μου σπίτι, και στην ύπαιθρο του χωριού που με τους φίλους μου εξερευνούσαμε σχεδόν καθημερινά. Κάθε μέρος του δικού μας παράδεισου ήταν συνδεδεμένο και με έναν θρύλο και η φαντασία των συγχωριανών μας δεν είχε προηγούμενο. Ειδικά οι αφηγήσεις των ηλικιωμένων ήταν σε καθημερινή βάση καθηλωτικές για τις παιδικές μας ψυχές και η φαντασία μας ταξίδευε αχαλιναγώγητη στα λαγκάδια, τα σοκάκια και τα καλντερίμια του Κατωμεριού μας.
Ερ.: Πού μπορούν να βρουν τα βιβλία σας οι Λευκαδίτες αναγνώστες σας;
Α.Δ.: Τα δυο προηγούμενα βιβλία μου, ο Δεκατρής και η Σταχτομάρω φιλοξενούνται από το βιβλιοπωλείο του κ. Τσιρίμπαση. Το ίδιο θα συμβεί και με τα «Παγανά». Βέβαια οι εκδόσεις Λιβάνη έχουν ευρύτατο δίκτυο διακίνησης και ίσως το βιβλίο σταλεί και στα άλλα βιβλιοπωλεία του νησιού.