«Αι Λιτανείαι της Αναστάσεως γενόμεναι το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα κατ’ έτος παρ’ όλων ομού των εν τη πόλει Ναών, συναντωμένων εν τη κεντρική πλατεία της πόλεως, εν η αι ομοβροντίαι των πυροβόλων όπλων, και τα καιόμενα πυροτεχνήματα παρίστανον την πόλιν καιομένην, η αγάπη και συναδέλφωσις η εκδηλουμένη μεταξύ των Λευκαδίων πολιτών, δια του αμοιβαίου ασπασμού, με την εκφώνησιν «Χριστός Ανέστη» «Αληθώς Ανέστη» η ομαδική περιφορά των Επιταφίων εκάστην πρωΐαν του Μ. Σαββάτου, συναντωμένων εν τη πλατεία της πόλεως με τας κατά συνοικίαν επιφωνήσεις και αντιφωνήσεις – Αγίου Μηνά «Τσαφ Τσουφ» (διότι εν τη συνοικία Αγίου Μηνά ήσαν οι κάτοικοι πλείστοι σιδηρουργοί χαλκείς και πεταλωταί) του Αγίου Δημητρίου «Γαρίδα, Γαρίδα» (διότι οι κάτοικοι της συνοικίας ήσαν ως επί το πλείστον αλιείς γαρίδας και μικρών σπάρων), της Αγίας Παρασκευής «αι φθιασιδούδες» διότι κατ’ έθιμον αι γυναίκες της συνοικίας Αγίας Παρασκευής εβάφοντο, του Αγίου Χαραλάμπους «Αμόλα σκότα» διότι οι κάτοικοι Αγίου Χαραλάμπους ησχολούντο με την ναυτιλίαν κτλ. διατηρηθέντων των εθίμων τούτων μέχρι τον καθ’ ημάς χρόνων, ήσαν προϊόντα της Ενετικής εποχής και εμαρτύρουν την πιστήν αυτών τήρησιν υπό των μεταγενεστέρων, εκτιμόντων τα Πάτρια ήθη τα έθιμα και τας παραδόσεις […]
[…] Εις έκαστον χωρίον, κατά τους προγενεστέρους χρόνους διετήρουν πλείστα έθιμα και ήθη, τα οποία σήμερον εξέλειπον.
Την νύκτα της παραμονής του Λαζάρου, παίδες καλλίφωνοι, περιήρχοντο τας οικίας και ετραγώδουν το εξής άσμα:
Καλή εσπέρα άρχοντες, αν είνε ορισμό σας
να πούμε και το Λάζαρο, εδώ στ’ αρχοντικό σας.
Εδώ διαβαίνει ο Λάζαρος με δώδεκα αποστόλους,
για να σας πη καλή χρονιά πέρα για πέρα σ’ όλους.
Εδώ στο σπίτι πούμαστε πέτρα να μη ραγίση
κ’ ο νοικοκύρης του σπητιού, πολλούς χρόνους να ζήση.
Η οικοδέσποινα μετά το τέλος του άσματος, έδιδεν ως φιλοδώρημα αυγά νωπά.
Την Κυριακήν του Πάσχα, τα Χριστούγεννα, Φώτα, Αγίου Βασιλείου και κατά τας Κυριακάς ακόμη, όλοι οι χωριανοί συνηθροίζοντο εις το κεντρικώτερο μέρος του χωριού (πλατεία) το οποίον ωνόμαζον «Χοροστασιό». Εκεί οι καλύτεροι χορευταί εχόρευον ελληνικούς χορούς και αι νεάνιδες κύκλω καθήμεναι έκαμνον κατά το δη λεγόμενον «χάζι» επιδεικνυόμεναι εις τους νέους. Ουδείς είχε το δικαίωμα να χορεύση μετά νεανίδος μόνον στενής αυτής συγγενής επετρέπετο να της σύρη τον χορόν.
Την Δευτέραν του Πάσχα, σε κάθε χωριό έπρεπεν έκαστος, να ψήση τον οβελίαν του, ον πάντοτε διετήρει τρέφων επιμελώς δια να είνε παχύς. Αλλοίμονον δε εις όντινα έθετεν επί της πυράς αμνόν αχαμνέοντα. Οι επισκεπτόμενοι τα ψησταργειά (πυράς) συγχωριανοί, έτυπτον τον αχαμνόν, οβελίαν και εμαύριζον με κάρβουνα εσβεσμένα, χωρίς ο κάτοχος αυτού, να έχη δικαίωμα διαμαρτυρίας τινός. Σε κάθε ψησταργιό, ετοποθετούντο 3, 4, 6, αμνοί και ήτο το θέαμα γραφικώτατον. Ολόκληρον το χωρίον εκαλύπτετο από τους καπνούς των πυρών, ως υφαίστειον, η δε κνήσα των ψηνομένων αμνών έπληττε την όσφρισιν, εις μακράν απόστασιν. Περί την πυράν Λονκούλιος τράπεζα αστρωμένη με αυγά κόκκινα άφθονα, τυρόν ετήσιον, εντόσθια των αμνών εψημμένα, κουλούρες Πασχαλινές και οίνος, παρείχε διαρκώς εις τους επισκεπτομένους τροφήν, δια να πούνε το «Χριστός Ανέστη» και να τσουγκρίσουν τα κόκκινα αυγά! Όταν επρόκειτο να βγάλουν τους αμνούς εψημμένους πλέον εκ της πυράς, έπρεπε να ριφθώσι πυροβολισμοί. Κάθε οικογένεια έπρεπε να αναταλλάξη τες πλάτες του αμνού, πλην της αριστεράς της οποίας μετά προσοχής, ο ιοκοδεσπότης παρετήρει το οστούν, εις οποίον κατά την παράδοσιν, δια μελανών κηλίδων εσημειούντο τα μέλλοντα να συμβώσιν εις την οικογένειαν δεινά. Εάν το οστούν ήτο καθαρόν, σημείον ότι η οικογένεια δεν διέτρεχε κίνδυνον. Εις τας πτωχάς οικογενείας διένειμαν τεμάχιον αμνού εψημμένου, ωά, τυρόν και μίαν κουλούραν δια το καλό του χρόνου. Εις πενθούσας δε επίσης, διότι δεν έψηνον αμνόν.
Το έθιμον τούτο ετηρείτο και παρά τοις Οθωμανοίς κατά τας ημέρας του Βαϊραμίου (κουρμπάν μπαϊράμ – Πάσχα). Εν Κρήτη κατά το 1918 παρετηρήσαμεν ότι, αι πτωχαί οθωμανικαί οικογένειαι λόγω των πολλών τεμαχίων (ωμών κρεάτων) τα αλάτιζαν για να μη μυρίσουν (7βριος). Τα προεόρτια της Αναστάσεως (κοινώς το κομμάτι) εσημειούντο την 9ην π.μ. ώραν του Μ. Σαββάτου και από της ώρας εκείνης εγένετο η σφαγή των βοών και άλλων ζώων. Από δε της Κυριακής του Πάσχα μέχρι της Αναλήψεως, οι άνθρωποι συναντόμενοι εχαιρετώντο με το «Χριστός Ανέστη» – «Αληθώς Ανέστη». Ο ασπασμός της «αγάπης» ήτο υποχρεωτικός, και εις τα χωρία ετήρουν αυτόν κατά γράμμα.
Όρθρου βαθέως ακόμη, εψάλλετο εν τοις Ναοίς η ακολουθία του Επιταφίου και της Αναστάσεως. Εν τη πόλει Λευκάδος από των Ενετικών ακόμη χρόνων, εξαιρετικώς εγένετο η Ανάστασις εις μίαν και μόνην εκκλησίαν κατά το μεσονύκτιον του Μ. Σαββάτου εις τον Ναόν του Παντοκράτορος, εις ον ήσαν ενορίται οι Βαλαωρίται, οι Σέρβοι, οι Σταματόπουλοι και άλλοι προύχοντες και προσήρχοντο μέχρι τον καθ’ ημάς χρόνον, οι δημόσιοι υπάλληλοι και αι διάφοροι αρχαί της Νήσου, εδρεύουσαι εν τη πόλει. Ουδείς δε Επίσκοπος ετόλμησε να μεταβάλη τα έθιμα ταύτα, με τα οποία ο λαός ήτο συνηθεισμένος επέκεινα των αιώνων.
Η δε επί Επισκόπου Δανιήλ Σουλίδη, γενομένη μεταβολή (α εφάρμοστος εις όλα τα χωρία της Νήσου) επέφερε διχασμόν και πλείστοι ενορίται των διαφόρων ναών της πόλεως, μετέβαινον εις Φρίνιον και ηκροώντο της Αναστάσεως μέχρις ότου κατηργήθη σιωπηρώς.
Εις τους καλούς και ωραίους χρόνους εν Λευκάδι, κατ’ έτος υπό των ευλαβών ιερέων Καράλη, Φωτίου Πέρκα, Μελησσινού, Παπά Καλαφάτη, Αβερίκου, Κομπίτση και άλλων ετελείτο «Μυστικόν δείπνον κατά το υπόδειγμα του ιερού Ευαγγελίου και μάλιστα το βάθρον επάνω του οποίου ετελείτο τούτο, εχρησίμευσεν ως πρόχειρον βήμα, έξωθι του ιερού Ναού Αγίου Σπυρίδωνος, από του οποίου απήγγειλε προς τους Λευκαδίους το αριστούργημά του προς τον αείμνηστον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε’, ο μέγας εθνικός Λευκάδιος ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης επιστρέψας εξ Αθηνών, ένθα δια πρώτην φοράν απήγγειλεν εις τα γενόμενα αποκαλυπτήρια της μαρμαρίνης μορφής, του γεραρού Πατριάρχου, της στηθείσης έκτοτε αριστερά των προπυλαίων του Πανεπιστημίου και απεκόμισε τον αθάνατον θρίαμβον, δι’ ον δικαίω εστεφανώθη υπ’ αυτού του Βασιλέως Γεωργίου του Α’».
Π. Θ. Κουνιάκης: «Η νήσος Λευκάς από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς: Ήθη-Έθιμα-Εξέλιξις και Δράσις των πολιτικών αυτής ανδρών», 1928 – διατηρώντας την ορθογραφία του πρωτότυπου.
(Το άρθρο μας έστειλε ο Αποστόλης Γατής)