Του Γιώργου Σαχίνη
«Το να μην ανήκεις πια στον τόπο σου είναι πιο τρομακτικό απ’ το να μην ανήκεις πουθενά», Έντουαρντ Σαΐντ
Ήταν κάποτε κάτι “περίεργοι ξένοι” που τριγυρνούσαν στα ελληνικά βουνά και στα ξεχασμένα χωριά. Άνθρωποι από τη Σουηδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία – μποέμ περιηγητές, συνταξιούχοι φιλόλογοι, χορτοφάγοι από την Κολωνία με λατρεία για τη μελιτζάνα. Έρχονταν καλοκαίρι, μαγεύονταν από έναν τόπο, αγόραζαν ένα πέτρινο σπίτι που έσταζε υγρασία και το επισκεύαζαν με μεράκι.
Από τη Μάνη ως τον Έβρο, από την Αρκαδία ως την Κρήτη, από τα Τζουμέρκα μέχρι την Πάτμο, άφησαν ένα πολιτισμικό ίχνος. Δεν ήταν τουρίστες, ήταν κάτι σαν “εθελοντές του ανήκειν”. Έμαθαν Ελληνικά, μπήκαν σε τοπικούς συλλόγους, βοήθησαν να καθαριστούν μονοπάτια και να σωθούν πλατείες. Δε διεκδίκησαν τίποτα, δεν απέκοψαν κανέναν· ήθελαν απλώς να είναι παρόντες. Κι εμείς; Τους κοιτούσαμε καχύποπτα στην αρχή, μετά τους θεωρήσαμε μέρος του τοπίου.
Η συνέχεια εδώ.