του Χρήστου. Κ. Πολίτη
Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τα γεγονότα της επικαιρότητας όπως αυτά παρουσιαζονταi από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (έντυπα και ηλεκτρονικά) αλλά κυρίως η βαθιά μου πίστη σαυτό που ονομάζουμε ¨τεκμήριο αθωότητας¨ ότι δηλαδή κανένας δεν έχει το δικαίωμα να «ποιήσει» κάποιον ένοχο πριν η δικαιοσύνη αποφανθεί και μάλιστα τελεσίδικα, όλα αυτά λοιπόν (και ίσως και άλλα που δρούνε ασυνείδητα ) μου έφεραν στο μυαλό δύο υπέροχα έργα της «έβδομης τέχνης »,δύο θαυμάσιες ταινίες δηλαδή.
Η μία ταινία, πρώτη χρονολογικά ,έχει τίτλο στα ελληνικά: Οι 12 ένορκοι (12 Angry Men), παραγωγής 1957..Οσον αφορά τη δεύτερη ταινία είναι μεταφορά στην οθόνη του διηγήματος του τιμημένου με βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1972 Γερμανού πεζογράφου Χάινριχ Μπελ με τίτλο: Η χαμένη τιμή της Καταρίνας Μπλούμ ( με εναλλακτικό τίτλο: πώς μπορεί να γεννηθεί η βία και πού μπορεί να οδηγήσει).
Φυσικά μη περιμένετε να δείτε ποτέ σε κάποιο κανάλι να παίζεται μια από αυτές τις ταινίες. Όλα μπορείτε να τα δείτε: ταινίες που περιέχουν τυφλή βία ,φόνους ,βιασμούς,επαγγελματίες εκτελεστέςς, κ.τ.λ κ.τ.λ μπορείτε να δείτε , αυτές τις ταινίες ομως όχι. Ίσως υπο μορφή θεατρικής παράστασης από κάποιους φιλότιμους ηθοποιούς μπορείτε να δείτε το πρώτο τουλάχιστον έργο.
Προφανώς και δεν θα κάνω κάποια βαθυστόχαστη ανάλυση για τις εν λόγω ταινίες ,άλλωστε δεν χρειάζεται .Μόνο τις υποθέσεις θα αναφέρω και αυτό αρκεί για να βγουν τα αναγκαία συμπεράσματα.
Ξεκινάμε λοιπόν.
Α)ΥΠΟΘΕΣΗ(Οι δώδεκα ένορκοι)
Η ταινία ανοίγει σε μια αίθουσα ποινικού δικαστηρίου όταν ο δικαστής με το τέλος της διαδικασίας, απευθύνεται στους 12 ενόρκους και τους καλεί να συνεδριάσουν για να κρίνουν και να αποφασίσουν ομόφωνα την ενοχή ή όχι του κατηγορουμένου. Οι ένορκοι συγκεντρώνονται στην ανάλογη αίθουσα και όλη η ταινία εξελίσσεται – σαν θεατρική σκηνή- μέσα σε αυτήν την αίθουσα. Από τις πληροφορίες που παίρνουμε κατά τη διάρκεια της ταινίας, μαθαίνουμε ότι η υπόθεση αφορά ένα 18 χρόνο αγόρι που κατηγορείται για την εν ψυχρώ δολοφονία με στιλέτο, του πατέρα του. Το αγόρι (που δεν μαθαίνουμε το όνομά του) είναι ένα παιδί μεγαλωμένο στην κακόφημη συνοικία της πόλης, κακοποιημένο σωματικά από τον πατέρα του, φτωχό, αμόρφωτο και με παραβατικό παρελθόν. Οι ένορκοι καλούνται να κρίνουν αν το αγόρι δολοφόνησε τον πατέρα του, ή όχι (όπως επιμένει ο κατηγορούμενος). Σε περίπτωση ενοχής, ποινή είναι η καταδίκη σε θάνατο. Οι 12 ένορκοι – όλοι άντρες – είναι τυπικά παραδείγματα συνηθισμένων ανθρώπων. Οι περισσότεροι από αυτούς, και συγκεκριμένα οι 11 από τους 12 είναι ήδη πεπεισμένοι για την ενοχή του κατηγορούμενου και ευελπιστούν ότι σε λίγη ώρα θα έχουν ξεμπερδέψει. Ένας από αυτούς όμως, ο ένορκος που τον ενσαρκώνει ο Χένρι Φόντα, δεν είναι πεπεισμένος απόλυτα για την ενοχή του νεαρού. Ανακάλυψε κατά την διάρκεια της δίκης, πολλά κενά στις καταθέσεις των μαρτύρων και πολλές αντιφάσεις. Έτσι ζητά από τους υπόλοιπους, την άνεση χρόνου για να μπορέσει να τους εξηγήσει τις αμφιβολίες του. Έτσι σιγά – σιγά, με πολλές δυσκολίες και αντιμετωπίζοντας την εμπάθεια, την κοροϊδία ακόμα και την εχθρότητα από τους περισσότερους ενόρκους, καταφέρνει να πείσει τον έναν μετά τον άλλο, για την ορθότητα των ισχυρισμών του και να τους οδηγήσει στην αθώωση του κατηγορουμένου λόγω «δικαιολογημένων αμφιβολιών».
Β) ΥΠΟΘΕΣΗ( Η χαμένη τιμή της Καταρίνας Μπλούμ)
Θα δούμε την Καταρίνα, μια νεαρή γυναίκα που εργάζεται ως οικιακή βοηθός στο σπίτι του δικηγόρου Μπλόρνα, ακολουθώντας μια ήσυχη και μετρημένη ζωή, να παρουσιάζεται στο σπίτι του επιθεωρητή Βάλτερ Μέντινγκ για να ομολογήσει ένα έγκλημα: σκότωσε στο διαμέρισμά της με πιστόλι τον δημοσιογράφο Βέρνερ Τέτγκες. Μπορεί να φαίνεται ανεξήγητη η στάση της, ωστόσο πηγαίνοντας προς τα πίσω τον χρόνο ο Μπελ θα δώσει τις απαραίτητες πληροφορίες. Τέσσερις μέρες πριν από το έγκλημα, η Καταρίνα θα γνωρίσει σε ένα πάρτι μεταμφιεσμένων τον Λούντβιχ Γκέτεν, θα δημιουργηθεί μια αμοιβαία έλξη και θα φύγουν μαζί για το σπίτι της· αυτό που αγνοεί η Καταρίνα είναι ότι ο Γκέτεν είναι καταζητούμενος, ύποπτος για τρομοκρατικές ενέργειες και ληστείες τραπεζών. Όταν την επομένη θα εισβάλει η αστυνομία στο σπίτι της ο Γκέτεν δεν θα βρεθεί, θα οδηγηθεί όμως η Καταρίνα στο τμήμα για κατάθεση που θα εξελιχθεί σε ανάκριση.
Από το σημείο αυτό και μετά η ανυπεράσπιστη Καταρίνα θα γίνει έρμαιο του σκανδαλοθηρικού Τύπου. Η υπόθεση της ανυπεράσπιστης νεαρής γυναίκας θα αποτελέσει το θήραμα που αναζητούν οι δημοσιογράφοι (με προεξάρχοντα τον Τέτγκες) για να γεμίσουν τα ρυπαρά τους πρωτοσέλιδα. Η Εφημερίδα (Die Zeitung) –έτσι με το χαρακτηριστικό αυτό όνομα και μόνον– θα αναλάβει το έργο του διασυρμού της Καταρίνα Μπλουμ. Ανύπαρκτα στοιχεία έρχονται στο φως, αυθαίρετοι συλλογισμοί δρομολογούνται, ενοχή κατασκευάζεται, ο κόσμος παρασύρεται και πείθεται. Ιδού ο μηχανισμός των σκανδαλοθηρικών εφημερίδων, που ελλείψει πραγματικών σκανδάλων επινοούν κάποιο και, διαστρέφοντας τα γεγονότα, το επιδεικνύουν ως αληθινό. Η νεαρή γυναίκα θα βρεθεί εντελώς απρόσμενα στο κέντρο του ενδιαφέροντος, στα πρωτοσέλιδα. Ο Μπελ μέσα από την ιστορία του απευθύνει δριμεία κατηγορία κατά του κιτρινισμού του Τύπου και της ανελέητης ανθρωποφαγίας του υπόπτου.Σημειώνω μόνο οτι οταν διαδραματίζεται το «story» της ταινίας υπάρχει μόνο η έντυπη δημοσιογραφία η δε ηλεκτρονική είναι ακόμη στα πρώτα της βήματα
Όπως είπα και πιό πάνω δεν θα αναλύσω ουτε θα σχολιάσω τίποτα ,απλώς σαν κατακλείδα θα αναφέρω την απάντηση που έδωσε σε σχετική ερώτηση κατα τη διάρκεια μιας συνένευξης η πταισματοδίκης Πατρών Αφροδίτη Σακελλαροπούλου για τα όσα έζησε όταν κλήθηκε ως δικαστικός λειτουργός στην έρευνα της αστυνομίας σε σπίτι στην Πάτρα της μητέρας που εμπλέκεται στήν γνωστή υπόθεση των τριών παιδιών(τα ονόματα δεν εχουν σημασία)
Η συνέντευξη
Η συνέντευξη της κας Σακελλαροπούλου, δόθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» με αφορμή τις επικείμενες εκλογές στην Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων και στο ερώτημα για την υπόθεση της Πάτρας, απαντά ως εξής:
ΕΡ: Με αφορμή την υπόθεση των τριών παιδιών στην Πάτρα ζούμε εδώ και καιρό μέρες τηλεφρίκης, κυρίως, μέσω της τηλεόρασης αλλά και μερίδας του Τύπου. Ποια είναι η θέση των δικαστικών λειτουργών μπροστά στα φαινόμενα ανθρωποφαγίας και απόδοσης δικαιοσύνης με τη μέθοδο της αυτοδικίας και της ενδυνάμωσης των πλέον ταπεινών ενστίκτων μιας ολόκληρης κοινωνίας; Πώς συνάδουν αυτά με ένα πολιτισμένο κράτος δικαίου; Σας προβληματίζουν οι διεθνείς δείκτες που διαπιστώνουν τον υποβιβασμό της Ελλάδας στις μετρήσεις για την πορεία της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου;
ΑΠ: Οι απόψεις μου περί της ανθρωποφαγίας του υπόπτου μέχρι πρότινος περιορίζονταν σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο, ώσπου έτυχε να κληθώ στην έρευνα στο σπίτι της ύποπτης Ρούλας Πισπιρίγκου στην Πάτρα. Κατά την αποχώρησή μας είχαν εγκατασταθεί κάμερες και υπήρχε όχλος. Το σπίτι άνοιξε η αδελφή της ύποπτης η οποία είχε αυτοεξοριστεί σε ένα χωριό του νομού Αχαΐας, διότι ήταν αδύνατο να διαμείνει σε ένα σπίτι όπου, όπως μας εξηγούσε, πετούσαν πέτρες στην πόρτα. Με ρωτούσε πώς μπορούμε να την προστατεύσουμε και δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Κατά την έξοδό μας ο όχλος φωνασκούσε με διάφορα αισχρά επίθετα που, παρ’ ότι γνώριζα ότι δεν απευθύνονταν σε εμένα, ένιωσα την ίδια ντροπή και εξευτελισμό.
Ταυτίστηκα με την ύποπτη ως προς το δικαίωμά της στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια ανεξαρτήτως του τι πίστευα για την ενοχή ή την αθωότητά της. Δεν ανέμενα από απλούς ανθρώπους να είναι ενήμεροι περί του τεκμηρίου αθωότητας και περί των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Απορώ όμως γιατί δεν αντιδρούν κατά τον ίδιο τρόπο όταν τους κόβουν το ρεύμα, όταν δεν έχουν καύσιμα να κινηθούν, όταν αμείβονται με μισθούς πείνας. Ίσως τα ΜΜΕ θα έπρεπε να μη σπαταλούν όλο τους τον τηλεοπτικό χρόνο μόνο στα εγκλήματα, αλλά να εστιάζουν και στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα αφυπνίζοντας συνειδήσεις. Ίσως θα έπρεπε να αρχίσουν δημόσιες συζητήσεις για τον νομικό μας πολιτισμό. Με εκφράζει απόλυτα η αξιοπρεπής ρήση του συμπολίτη μου νομικού Διονύση Τεμπονέρα: «Εμείς επιλέξαμε να μείνουμε θύματα, για να μην υπάρξουν άλλα θύματα. Θύτες δεν γίναμε ποτέ…».
Αυτά λοιπόν και ….. ο νοών νοείτω .
Περισσότερα για τη συνέντευξη στο παρακάτω σύνδεσμο:
Χρήστος Κ.Πολίτης