Οι παλαιότεροι στο επαγγελματικό μας “συνάφι” λέγανε πως καλός δημοσιογράφος είναι αυτός που στην κηδεία του δεν πατάει κανένας πλην του στενού κύκλου των συγγενών του…
του Κώστα Στούπα
Το ίδιο θα’ πρεπε να ισχύει και με τους δικαστές και τους πολιτικούς. Αν δείτε στην εξόδιο ακολουθία ενός εισαγγελέα τους μισούς δυνητικούς “ενοίκους” του Κορυδαλλού και των περιχώρων ή σ΄ αυτήν ενός πολιτικού, σύσσωμη την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη μοιραία το μυαλό σας θα πάει στο… χειρότερο.
Το ίδιο πίστευαν (και ενδεχομένως να πιστεύουν ακόμη) και αρκετοί αναγνώστες (ή ακροατές και τηλεθεατές…)…
Άπαντες έσφαλαν…
Οι νέοι εκδότες αποδείχτηκαν κατά κύριο λόγο πολύ χειρότεροι από τους παραδοσιακούς καθώς υστερούσαν πέραν της γενικής παιδείας, σε τρόπους και κυρίως γιατί υπερτερούσαν σε βουλιμία για πλουτισμό.
Σε μια πρόσφατη έρευνα της Κάπα Research για το Βήμα οι θεσμοί που απώλεσαν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ 2001 και Δεκεμβρίου του 2021 ήταν κατά σειρά προτεραιότητας η Εκκλησία με απώλεια 46 μονάδων, το συνδικαλιστικό κίνημα με απώλεια 32 μονάδων και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης με απώλεια 31 μονάδων.
Δεν αποτελεί καμία έκπληξη που ο Τύπος στην Ελλάδα υποφέρει από χαμηλή αξιοπιστία.
Οι αντικειμενικές συνθήκες της ελληνικής οικονομίας σε συνδυασμό με το γενικότερο πολιτισμικό ιδίωμα του ανατολίτικου μυστικισμού και ραγιάδικου “Χατζηαβατισμού” δεν άφηναν ποτέ μεγάλα περιθώρια για ποιότητα και ανεξαρτησία…
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως αν υπήρχε στην αγορά ικανοποιητική ζήτηση για ποιοτική και ανεξάρτητη ενημέρωση θα βρισκόντουσαν κάποιοι που μπορούν να την προσφέρουν.
Τα μεγέθη της ελληνικής αγοράς και κυρίως της ελληνικής οικονομίας όμως δεν επιτρέπουν στα περισσότερα ΜΜΕ να είναι ανεξάρτητα, ποιοτικά και κυρίως οικονομικά βιώσιμα.
Η οικονομική βιωσιμότητα ενός μέσου αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της ανεξαρτησίας του. Θυμάμαι πριν πολλά χρόνια έναν διευθυντή να ζητάει από τα στελέχη και τους επικεφαλής των τμημάτων να υποδείξουν θέσεις εργασίας που έπρεπε να μειωθούν τονίζοντας: “Όσο η εφημερίδα καλύπτει τις δαπάνες λειτουργίας και αφήνει και κέρδη, κανένας ιδιοκτήτης δεν θα μας “ζαλίζει” γιατί ανεβάσαμε το ένα θέμα και υποβαθμίσαμε το άλλο… Αν η εφημερίδα αρχίσει να γράφει ζημιές και θα πρέπει ο ιδιοκτήτης κάθε τόσο να βάζει λεφτά από την τσέπη του, θα ζητήσει να έχει λόγο στα πρωτοσέλιδα και δεν θα μπορούμε να πούμε και τίποτα…”.
Το βασικό πρόβλημα της μειωμένης ανεξαρτησίας του ελληνικού Τύπου πηγάζει από το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς. Άλλος είναι ο αριθμός των εν δυνάμει αναγνωστών σε μια αγορά 10 εκατ. άλλος σε μια αγορά 50 εκατ. και άλλος σε μια αγορά 100 και 500 εκατ. Μιλάμε για δυτικές ανοιχτές κοινωνίες και συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού.
Αν σε μια αγορά 10 εκατ. μια εφημερίδα πουλάει σήμερα 10 χιλ. φύλλα την ημέρα και “βγαίνει και δεν βγαίνει” οικονομικά, σε μια αγορά 50 εκατ. θα πωλούσε 50.000 φύλα και θα είχε μεγαλύτερα περιθώρια να προσελκύσει ποιοτικότερη εργασία προσφέροντας καλύτερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας.
Μη μπορώντας να προσφέρει καλούς μισθούς ένα μέσο αναγκάζεται να απασχολεί δημοσιογράφους που εργάζονται για 3 και 4 εργοδότες. Κατά συνέπεια οι απαιτήσεις προσαρμόζονται ανάλογα.
Το ίδιο ισχύει και για τη διαφήμιση. Μια αγορά 50 εκατ. ανθρώπων έχει πολλαπλάσια διαφημιστική δαπάνη από μια αγορά 10 εκατ.
Αν ένα μέσο ενημέρωσης μπορεί να εξασφαλίσει το κόστος λειτουργίας για την παραγωγή ενός καλού προϊόντος και κάποιο κέρδος για τον μέτοχο, δεν έχει κανένα λόγο να κάνει εκπτώσεις και υποχωρήσεις σε κανένα επιχειρηματικό ή πολιτικό συμφέρον.
Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς είναι μικρό και δεν αφήνει περιθώρια να λειτουργήσει ομαλά ο ελεύθερος ανταγωνισμός ούτε στον Τύπο ούτε σε πολλές άλλες δραστηριότητες.
Κατά συνέπεια ο Τύπος αντί να ευνοεί τον επαγγελματισμό και την αξιοπρέπεια ευνοεί διάφορους τυχάρπαστους που κερδοσκοπούν με εκβιασμούς, θαλασσοδάνεια, κρατική διαφήμιση και απλήρωτες ασφαλιστικές εισφορές και μισθούς…
Από αξιοπρεπές επάγγελμα και λειτούργημα η ενημέρωση έχει καταστεί εφαλτήριο αθέμιτου πλουτισμού. Τούτο δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν έντιμοι και συνεπείς δημοσιογράφοι που προσπαθούν να κάνουν καλά τη δουλειά τους υπό αντίξοες συνθήκες. Δεν είναι αυτοί όμως που χαρακτηρίζουν τον χώρο…
Την επόμενη φορά λοιπόν, καλύτερα φούρναρης, όπως λέει και ένας φίλος μου…