Επτά μάρτυρες κατέθεσαν χθες στη δίκη των τεσσάρων συλληφθέντων στη γειτονιά τους, στα Σεπόλια, τη 17η Νοεμβρίου 2020, σε μια υπόθεση που έγινε –και αυτή!– συνώνυμο της απρόκλητης καταστολής και της ακραίας αστυνομικής βίας. Ηταν η μέρα που η αστυνομία, με πρόσχημα την προστασία της δημόσιας υγείας, απαγόρευσε τις συγκεντρώσεις σε μια προσπάθεια να περιστείλει το συνταγματικό δικαίωμα για συναθροίσεις και οι αστυνομικές δυνάμεις χτυπούσαν τη μία μετά την άλλη τις διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, διαλύοντας ακόμα και τη συγκέντρωση του ΚΚΕ στα Προπύλαια. Ομως στα Σεπόλια η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο, αφενός επειδή δεν γινόταν διαδήλωση την ώρα που οι αστυνομικές δυνάμεις εμφανίστηκαν αιφνιδιαστικά και αφετέρου επειδή η σύλληψη του Ορέστη Καττή έγινε στην πιλοτή του σπιτιού του.
Ο φοιτητής του ΕΜΠ δεν ήταν ο μόνος που συνελήφθη στα Σεπόλια. Μαζί του στο εδώλιο κάθονται η αδερφή του, φοιτήτρια Νοσηλευτικής Λυδία Καττή, ο φοιτητής Πληροφορικής Νικόλας Καβακλής και ο εργαζόμενος Μάκης Λιβάνης. Οι μάρτυρες κατηγορίας είναι όλοι αστυνομικοί και συνεχίζουν να έρχονται στο δικαστήριο παρόλο που έχουν ολοκληρώσει τις καταθέσεις τους και δεν χρειάζεται να περιμένουν στον αύλειο χώρο της Ευελπίδων από τις 9 το πρωί μέχρι τις 3 το μεσημέρι. Και χθες πάντως η διμοιρία της ομάδας ΔΡΑΣΗ, ντυμένη με πολιτικά, αποχώρησε από τα δικαστήρια μόνο αφότου έφυγαν όλοι όσοι ήταν εκεί για τη συγκεκριμένη υπόθεση.
Η Παναγιώτα Μπόμπου, μητέρα του Ορέστη και της Λυδίας Καττή, ήταν μαζί με τα παιδιά της «στα πενήντα μέτρα από το σπίτι μας, όταν εμφανίστηκαν μηχανάκια με αστυνομικούς. Τα παιδιά φοβήθηκαν και έτρεξαν στην πιλοτή του σπιτιού μας. Τέσσερις αστυνομικοί εγκλώβισαν τον Ορέστη σε ένα αυτοκίνητο, είχε τέσσερα κλομπ πάνω του. Φώναζα “αφήστε τον, είναι το παιδί μου” και μου απαντούσαν: “Εχουν οι πουτάνες γιο; Εδώ θα γίνει ο τάφος σου”. Με έσπρωξαν και έπεσα κάτω».
Στο σημείο της σύλληψης έφτασε ύστερα από λίγο ο πατέρας της οικογένειας, Δημήτρης Καττής. «Ο επικεφαλής αστυνομικός με διαβεβαίωσε ότι πρόκειται περί παρεξήγησης και μου είπε να πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνού, όπου θα αφεθεί ελεύθερος ο Ορέστης. Ομως εκεί μου έλεγαν ότι δεν ήξεραν πού είναι. Ξαφνικά έρχονται καταπάνω μας μηχανάκια με αστυνομικούς. Με περικυκλώνουν, μου βάζουν χειροπέδες, δεχόμουν χτυπήματα στο κορμί μου και στο στέρνο. Ζαλίστηκα, έπεσα κάτω, ένιωθα έναν δυνατό πόνο στο στήθος».
Ο Δ. Καττής μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στον «Ευαγγελισμό», «όπου με συνόδευαν δύο αστυνομικοί παντού, οι γιατροί τούς έλεγαν να φύγουν αλλά δεν με άφηναν λεπτό. Τελικά έμεινα τρεις μέρες στον “Ευαγγελισμό” με έμφραγμα του μυοκαρδίου. Υστερα από τρεις μήνες νοσηλεύτηκα με Covid, διασωληνώθηκα. Οι γιατροί βρήκαν υγρό στο μεσοθωράκιο και μου είπαν ότι προέρχεται από χτύπημα». Ο Δ. Καττής κατέθετε με εμφανή δυσκολία στην αναπνοή και οι δικηγόροι των συλληφθέντων (Αντωνία Λεγάκη, Παναγιώτης Σκαρογιάννης, Παλαιολόγος Παλαιολόγος) δεν του έκαναν ερωτήσεις για να μην επιβαρύνουν την κατάστασή του.
Η δασκάλα –και δημοτική σύμβουλος Αθήνας– Κωνσταντίνα Ρέππα είναι μητέρα του κατηγορούμενου Νικόλα Καβακλή. «Είναι ακατανόητο ό,τι έγινε. Η πορεία είχε τελειώσει και εμείς ήμασταν εκεί επειδή εκεί μένουμε, είναι η γειτονιά μας […] Οταν φτάσαμε στο Α.Τ. για να πάρουμε τον Ορέστη, βγαίνει ένας αστυνομικός και λέει “θα σας γαμήσω”. Ξαφνικά γέμισε ο τόπος αστυνομικούς. Ακούω να λένε ότι κάποιον συλλάβανε και βλέπω το παιδί μου μπρούμυτα, με χειροπέδες, τα πόδια και τα χέρια σηκωμένα. Αν κάποιος από αυτούς με τις αρβύλες πισωπατούσε, θα του έλιωνε το κεφάλι».
Η Αθανασία Ζάρα είναι σύζυγος του κατηγορούμενου Μάκη Λιβάνη και οικογενειακή φίλη της οικογένειας Καττή. «Μέσα σε πέντε λεπτά εμφανίστηκαν στο Α.Τ. αμέτρητοι αστυνομικοί, άρχισαν να μας χτυπάνε. Ο Δ. Καττής έπεσε αναίσθητος, κάλεσα το ασθενοφόρο, ήρθε πολύ γρήγορα αλλά έφυγε πολύ αργά επειδή δεν το επέτρεπαν οι αστυνομικοί. Ελεγαν ότι κάνει θέατρο και ζητούσαν την ταυτότητά του. Είδα αστυνομικούς να λένε σε ένα νέο κορίτσι, φίλη των παιδιών: “Φύγε μωρή από δω, βρομάει το μουνί σου”. Ρωτούσα πού είναι ο άντρας μου και δύο αστυνομικοί με τα χέρια σταυρωτά μού απαντούσαν “Αίμα… τιμή, Αίμα… τιμή”».
Ο Κώστας Τουλγαρίδης θα ήταν ανάμεσα στους συλληφθέντες αλλά «με άφησαν επειδή φώναξα “θα πιάσετε και εμένα που είμαι περιφερειακός σύμβουλος;” […] Οι αστυνομικοί στοχοποίησαν ιδιαίτερα τα νέα παιδιά και έπεφταν με λύσσα πάνω τους. Ημουν μπροστά στη σύλληψη της Λυδίας, φώναζε σε έναν αστυνομικό να αφήσει τη φίλη της, την Αννα, και αυτός την άφησε και έπιασε τη Λυδία από τα μαλλιά, την έσυρε δέκα μέτρα μέχρι το Τμήμα».
Η Ηρώ Ζιόζια είναι η δικηγόρος που τράβηξε το βίντεο που έκανε τον γύρο του διαδικτύου και αποτυπώνει τη βία που υπέστησαν η μητέρα και η αδερφή του Ορέστη. Ηταν αυτόπτης μάρτυρας σε όλα τα περιστατικά και η κατάθεσή της κατέρριψε όλους τους ισχυρισμούς των αστυνομικών καθώς κατηγορηματικά περιέγραψε ότι ήταν μια αιφνιδιαστική και απρόκλητη επίθεση αστυνομικών «με έναν δολοφονικό τρόπο που δεν έχω καταφέρει να ξεχάσω μέχρι σήμερα».
Ο βουλευτής του ΚΚΕ, Χρήστος Κατσώτης, περιέγραψε στο δικαστήριο «το κλίμα αυταρχισμού και καταστολής που εφαρμόστηκε εκείνη τη μέρα. Ηταν μια πολιτική απόφαση, την οποία η κυβέρνηση αναθεώρησε και γι’ αυτό δεν εφαρμόστηκε στην επέτειο του Πολυτεχνείου του 2021. Κατηγορούμενοι σε αυτή τη δίκη έπρεπε να είναι όσοι εφάρμοσαν αστυνομική βία και όχι αυτοί που την υπέστησαν».
■ Η δίκη θα συνεχιστεί στις 28 Ιανουαρίου