…Όταν γεράσ’ ο άνθρωπος τόνε δαγκάν οι σκύλοι…
Ή δε μ’ ακούς Θοδούλα μου; Μη ρίχνεις τόσα ξύλα…
Πίσω είν’ οι μέρες της γριάς…
Απόσπασμα απ’ το δεύτερο Άσμα του ΦΩΤΕΙΝΟΥ του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο οποίος με μοναδικό ποιητικό οίστρο, στο εξαίσιο επικολυρικό του πόνημα, πέραν του ιστορικού γεγονότος της «Επανάστασης της Βουκέντρας», το 1357, καταγράφει, με μαεστρία, τα ήθη και τα έθιμα, της δοξασίες, τις παροιμίες και την Λευκαδίτικη ντοπιολαλιά. Στο παραπάνω εδάφιο αναφέρεται στις «Μέρες της Γριάς», οι οποίες είναι αυτές που ακολουθούν την γιορτή της Υπαπαντής, μια ημερομηνία αφετηριακή, όπως θα δούμε παρακάτω, για τον Σφακισάνο και τον Λευκαδίτη ξωμάχο γενικότερα, η οποία συνοδεύεται με δοξασίες για τον καιρό, που θα ακολουθήσει, αν θα συνεχισθεί, δηλαδή ο βαρύς χειμώνας, ή αν θα καλοκαιρέψει, πράγμα που είχε άμεση σχέση με τις γεωργικές εργασίες, που ήθελαν να κάνουν.
Ο καιρός που θα έκανε κατά την ημέρα της Υπαπαντής, σε συνδυασμό, μάλιστα, με την γιορτή του Αγίου Τρύφωνα, την 1η του Φλεβάρη, ο οποίος Άγιος Τρύφωνας είναι προστάτης των γεωργών και της γεωργίας, ήταν σημείο αναφοράς και εκτίμησης για τον καιρό, που θα ακολουθούσε τον Φλεβάρη, αλλά και τον Μάρτη, όπου είχαν, κυρίως, δουλειές στα πάμπολλα αμπέλια του νησιού, τα οποία έπρεπε να κλαδέψουν και να σκάψουν τα περίφημα κλούμια. Η αξιολόγηση αυτή του καιρού, είναι παρόμοια με τα «Ημερομήνια του Αυγούστου», τα οποία σχεδόν αξιολογεί ολόκληρη η Ελλάδα. Ο δε απαράμιλλος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης θα ενισχύσει αυτή την δοξασία περί καιρού, τονίζοντας, σε άλλο εδάφιο του Φωτεινού:
… Ρίξ’ ένα ξύλο στη φωτιά, να πιάσουν δέκα θράκια,
να πυρωθούν τα πόδια μου, ξυλιάσανε Θοδούλα!
Καλοκαιριά της Παπαντής Μαρτιάτικος χειμώνας…
Αυτή ακριβώς η δοξασία επικρατούσε. Αν την ημέρα της Υπαπαντής είχε καλοκαιριά, τότε θα ακολουθούσε βαρύς χειμώνας και ειδικότερα τον Μάρτη.
Μάλιστα, πέραν απ’ τις δύο αναφορές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, στα χωριά των Σφακιωτών, αυτός ο συνδυασμός της ημέρας της Υπαπαντής με τον καιρό, είχε και άλλη μια έκφραση. Μιλούσαν οι παλιοί, «…Αν είναι μέσα το αρκουδάκι, ή είναι έξω το αρκουδάκι…» Στην περίπτωση αυτή συνέδεαν, προφανώς την χειμέρια νάρκη της αρκούδας, κατά πόσον θα συνεχισθεί, ή αν θα καλοκαιρέψει. Σύμφωνα με την ανωτέρω δοξασία, αν την ημέρα της Υπαπαντής είχε καλό καιρό τότε, θα παρατείνονταν ο χειμώνας, αν είχε κακό καιρό, τότε θα συνέβαινε το αντίθετο, θα ακολουθούσε καλοκαιριά, πράγμα που θα συντόμευε την αφύπνιση της αρκούδας απ’ την χειμέρια νάρκη!
Αναφερόμαστε σε καιρούς που τα μοναδικά προβλέψιμα στοιχεία για τον καιρό, που θα ακολουθούσε, ήταν οι εμπειρικές απόψεις. Πέραν των «Ημερομηνίων του Αυγούστου» και «Της ημέρα της Υπαπαντής», οι δοξασίες των ξωμάχων του νησιού, που είχαν να κάνουν με τον καιρό, ήταν πολλές. Παρακολουθούσαν, αίφνης, το βράδυ, όταν κάθονταν στην γωνιά του σπιτιού, προς σε ποιό σημείο του ορίζοντα «Νείβεται η γάτα!».
Άκουγα το βράδυ τον γέροντα παπούλη μου να λέει, πολλές φορές: «Ω, αύριο θα Σοροκιάσει, θάχει Σορόκο, ή θάχει Στρολέβαντο, (αέρα ενδιάμεσο σε Όστρια και Λεβάντε), βλέπω τη γάτα που νείβεται προς τα κει!». Ή κοίταζαν τις νύχτες το φεγγάρι, αν έχει μέσα του νερά! Ή έβλεπαν το πέταγμα των πουλιών, αν πετάνε χαμηλά, ή ψηλά. Εδώ υπάρχει βέβαια η λογική εξήγηση, καθ’ όσον, σε περίπτωση κακοκαιρίας πετάνε χαμηλά τα πουλιά, γιατί κατεβαίνουν χαμηλά και τα έντομα!
Απλοϊκές σκέψεις και εκτιμήσεις, που είχαν να κάνουν με την αγωνία τους για τον καιρό, για να ξέρουν πως θα κανονίσουν τις αγροτικές δουλειές τους, αφού, πέραν του καιρού, έπρεπε να λάβουν υπ’ όψιν τους και το φεγγάρι , αν είναι στην γιόμοση, ή στην χάση! Άλλος καθοριστικός και αυτός παράγοντας, που τον τηρούσαν με ευλάβεια στις διάφορες εργασίες τους, όπως στο κόψιμο των κυπαρισσιών, ή δεν ξεκινούσαν να κλαδέψουν τα αμπέλια αν δεν άρχιζε το φεγγάρι να χάνει…
Οrg, title: “Μέσα το αρκουδάκι, έξω το αρκουδάκι”
ΠΗΓΗ: aromalefkadas.gr
Κύριε Γεωργάκη με όλο το σεβασμό και την εκτίμηση που σας έχω θα μου επιτρέψετε μια διόρθωση τα γραφόμενά σας.
Οι “μέρες της γριάς” δεν είναι αυτές που ακολουθούν τη γιορτή της Υπαπαντής.
«Μέρες της γριάς» ονομάζονται οι τελευταίες μέρες του Μάρτη όπου συχνά συμβαίνει να πιάνει βαρυχειμωνιά. Η παράδοση εξηγεί τις ημέρες αυτές με τον παρακάτω τρόπο:
“Ητανε μια φορά μια γριά κι είχε κάτι κατσικάκια. Ο Μάρτης τότε είχε εικοσιοχτώ ημέρες και ο Φλεβάρης τριανταμία.
Ήρθε λοιπόν εκείνη την εποχή ο Μάρτης κι επέρασε χωρίς να κάμει χειμώνα και η γριά από τη χαρά της που βγήκανε πέρα καλά τα πράματα της, ξεγελάστηκε και είπε:
«Πρίτσι Μάρτη μου, στην πομπή σου. Μπήκες, βγήκες τίποτα δε μου έκανες. Τα αρνάκια και τα κατσικάκια μου τα ξεχείμασα».
Τότε ο Μάρτης πείσμωσε κι δανείστηκε τρεις ημέρες απ’ το Φλεβάρη και έριξε χιόνια πολλά.
Ήταν τόσο άσχημος ο καιρός, που η γριά και τα ζωντανά της πέτρωσαν από το κρύο.
Για αυτό που έπαθε εκείνη η γριά, τις τρεις τελευταίες ημέρες του Μάρτη τις λένε ημέρες των γριών.
Σε κάποια χωριά δείνουν σε κάθε μία από αυτές τις ημέρες το όνομα μίας ηλικιμωμένης του χωριού. Αν τύχει καλή ημέρα θεωρούν πως η γριά είναι καλή, ενώ αν τύχει κακοκαιρία λένε πως έγινε από την κακία της γριάς.
Μια φορά κι ένα καιρό
σε πανύψηλο βουνό
μια περήφανη γριά
έβοσκε τριάντα αρνιά.
Το Μάρτη κοροϊδεύει.
Και τ’ αρνάκια της χαϊδεύει.
«Μάρτη» γδάρτη και κακέ παλουκοκαύτη
τ’ αρνιά μου ξεχειμώνιασα
και καθόλου δεν σε λόγιασα».
Ο Μάρτης βιαστικά
Τον Φλεβάρη ικετεύει
και του λέγει σιγανά
«Η γριά κοροϊδεύει!
Σε παρακαλώ πολύ,
Δάνεισέ μου δυό μερούλες
να σκορπίσω στη στιγμή
χιόνια σ’ όλες τις ραχούλες,
να παγώσω τη γριά
και όλα της τ’ αρνιά.
Ο Φλεβάρης ο κουτός
δυο μερούλες του δανείζει,
κι απόμεινε «Κουτσός»
στους δρόμους να γυρίζει.
«Κουτσοφλέβαρο» τόνε φωνάζουν
την καρδούλα του σπαράζουν.
Σχετικά μη την εν λόγω παράδοση μπορείτε να διαβάσετε στο έργο του μεγάλου μας λαογράφου Νικολάου Πολίτη “Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του ελληνικού λαού: Παραδόσεις μέρος Α΄ ” καθώς και από το ντόπιο ¨λεξικό του ΛΕΥΚΑΔΙΤΙΚΟΥ γλωσσικού ιδιώματος”
Με εκτίμηση.
Χρήστος Κ.Πολίτης