Η Στρίγλα και τα πέντε αδέρφια
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλ΄σα. Κι είχανε πέντε παιδιά και μνια κοπέλα στρίγλα. Η κοπέλα επήγαινε, μαθές, κάθε βράδ΄κι επ΄νε το αίμα τ΄πρώτ΄τ΄αδερφού τ΄. Το μάθανε τα άλλα τέσσαρα τ΄αδέρφια τς και συμφωνήσανε να φύβγ΄νε όλοι μακριά. Ξεκ΄νήσανε, και μείνανε το βράδ΄σε μνια σπηλιά. Τα τέσσαρα παιδιά επέσανε να κοιμ΄θούνε κι έμ΄νε ο μεγάλος φύλακας στ΄μπόρτα. Εκεί πήγε τ΄νύχτα ένας δράκοντας για να φάει τα παιδιά. Επάλεψε το παιδί με το δράκοντα πούχε πολλά κεφάλια. Και όταν τόκοβε τόνα εφύτρωνε στ΄θές΄τ΄άλλο και επ΄τα πέθανε. Έτσ΄εσκότωσε το δράκοντα.
Την άλλ΄μέρα τ΄αδε΄ρφια εσκορπιστήκανε και το ένα το μεγαλύτερο είπε:
-Εσείς δεν ξέρω τι θα κάμ΄τε, αλλά εγώ θα πάω να βρω τ΄μπεντάμορφ΄και να τηνέ κλέψω.
Αποχαιρετηστήκανε και χωρίσανε. Ο μεγαλύτερος, το λοιπόν, επέρασε β΄νά, επέρασε λαγκάδια να πάει να βρει την μπεντάμορφη. Στο δρόμο απάντ΄σε ένα δράκοντα και τούπε:
-Ξέρω που πηγαίν΄ς. Πας να κλέψεις την μπετάμορφ΄.
-Ναι, τ΄λέει το παιδί. Βοήθησέ με.
Αυτός ήτανε μάγος μεταμορφωμένος κι ήξερε πολλά. Τούπε:
-Για να το κατορθώσεις πρέπ΄να βρεις ένα άλογο τόσο γλήγορο π΄να μην το πιάν΄κανένας.
Το παιδί καταχάρ΄κε γιατί ήτανε καβάλα στ΄άλοογό τ΄, π΄το λέγανε «σπίθα» και το πήρε, όταν εφύβ΄γανε, απ΄το σταύλο τ΄παλατιού. Αυτό τ΄άλογο ήτανε το γληγορότερο απ΄όλα και τούχε δώκει μια μάγ΄σσα κάποτε στο μπατέρα τ΄.
Γυρίζει λοιπόν, και λέει στο δράκοντα:
-Τ΄άλογο το γληγορότερο τόχω, αυτό είναι.
-Ναι, αλλά τ΄άλογο είναι μαύρο και πρέπ΄νάναι άσπρο.
-Και πώς θα κάμω να γέν΄άσπρο;
-Αυτού π΄θα πας, θ΄απαντήσεις δυο β΄νά π΄ανοιγοκλειούνε. Άμα τα περάσεις με τ΄μπρώτ΄φορά, τ΄αλογο θα ασπρίσ΄. Θα προχωρήσεις σ΄ένα β΄νό και στ΄γκορφή σ΄ένα κάστρο είναι η πεμτάμορφ΄. Άμα δε μπεράσεις με τ΄μπρώτ΄, καλύτερα είναι να γυρίσεις πίσω γιατί θα χαθείς.
Επήγε το παιδί, επέρασε με τ΄μπρώτ΄σαν αστραπή, άσπρισε τ΄άλογο και προχώρ΄σε. Ανέβ΄κε στο β΄νό κι άμα πλησίασε στο κάστρο, οι πόρτες ανοίξανε μοναχές τα. Εμπήκε μέσα, πήρε τ΄μπετάμορφ΄και φύβγανε. Εγύρ΄σε στο σπίτ΄τ΄πατέρα τ΄κι εκεί τούπανε πως η στρίγλα είχε πεθάν΄απ΄τ΄μπείνα. Την είχανε κλείσ΄σ΄ένα μπουντρούμ΄και χάθ΄κε. Σε λίγο καιρό εμαζωχτήκανε εκεί και τα΄άλλα τ΄αδέρφια και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς περίκαλα.
(Καταγραφή Βησσ. Πάλμου απ΄το Κατωμέρι Μεγανησίου, 40 χρονών)
Οι δύο πεντάμορφες
Μύθι, μύθι παραμύθι
το κουκί και το ρεβλυθι.
Κόκκινη κλωστή δεμένη
στην ανέμη τυλιγμένη.
Δωσ΄της κλώτσο να γυρίσει
παραμύθι ν΄αρχινίσει.
Φτου κι αρχινάμε:
Μια βολά -που λέτε- ήτανε ένας βασιλιάς με τη γ΄ναίκα τ΄. Καλά περνάγανε. Είχανε όμως ένα γκαημό. Δε γκάνανε παιδιά. Η βασίλ΄σσα παρακαλιόντανε στο Θεό, αλλά τίποτα. Μια μέρα είπε:
-Θέ μ΄δώσε μ΄ένα παιδάκ΄να μη ΄ρμώσ΄ο θρόνος.
Κι ο Θεός τσόδωκε δύο κοπέλες. Ο βασιλιάς όμως τι έκαμε! Έδωκε στ΄μαμή πολλά χρήματα και την έδιωξε απ΄το βασίλειό τα΄. Κι άμα μεγαλώσανε λίγο τα παιδιά, έντυσε τόνα κορίτσι και τα΄άλλο αντρικά. Το παιδί –ας πούμε παιδί- το ονόμασε Ζέβλο και το κορίτς΄Φεχνά. Κι ελέγανε σ΄όλο το γκόσμο πως η βασίλ΄σσα έκαμε σερν΄κό και θηλυκό. Ο Ζέβλος είχε αντρίκια καρδιά. Η Φεχνά εζήλευε τ΄ν΄αδερφή τα και σκέφτηκε να τη ντροπιάσει.
Μια μέρα, το λοιπόν, εντύθ΄κε αντρικά και πήγε στο δάσος. Ήτανε καβάλα σ΄ένα άσπρο άλογο. Εκεί εσυναπαντήθ΄κε με ένα βασιλόπ΄λο, που ΄ρχόντανε από άλλ΄πολιτεία, και που εγνώρ΄ζε το Ζέβλο. Είχανε συναντηθεί μια φορά στο κυνήγ΄κι επαρατρέξανε τα΄άλογά τα. Κι είχε βγει, μάλιστά μου, νικητής ο Ζέβλος.
-Γεια σου, Ζέβλο· πολύ χαίρομαι π΄ σε ξαναβλέπω.
-Όχι, δεν είμαι παιδί, εγώ είμαι κορίτσι. Ποιος σου τόπε; Εγώ πρώτη φορά σε βλέπω. Η μάνα μου έκαμε δυο κοπέλες. Κι εμένα με λεντυσε αντρίκια και την αδερφή μ΄γυναικεία.
Το παλικάρι όταν το άκουσε έσκυψε και τα φίλ΄σε το χέρ΄. Κι είπανε να σμι΄γ΄νε κάθε μέρα στο ίδιο μέρος. Κι εσμίγανε.
Μια μέρα η Φεχνά πάει και λέει στο μπατέρα τα.
-Πατέρα σύρε να ιδείς την αδερφή μ΄πού είναι. Τάχει φκιασμένα με το βασιλοπ΄λο. Ο πατέρας τα εθύμωσε και ξεκίν΄σε να τα πιάσ΄. Η Φεχνά πάλε από μυστ΄κό δρόμο πάει στο παλικάρ΄. Όταν τους είδε ο βασιλιάς τρέχ΄να σκοτώς΄το παλικάρ΄.
Η Φεχνά τόσκασε, πάει στο σπίτ΄, ξεντύνεται και βάν΄τα φορέματά τα. Γυρίζ΄ο πατέρας και πάει κατ΄ευθείαν στο δωμάτιο τ΄Ζέβλου και τ΄λέει:
-Φύγε, χάσου από μπροστά μ΄. Με ντρόπιασες.
Ο Ζέβλος πριν προφτάς΄να ρωτής΄τίποτα, ευρέθ΄κε με τα΄κλωτσές όξ΄απ΄το σπίτ΄. Πάει στο δάσος. Εκεί ήτανε κασι το παλικάρι. Μόλ΄ς τον είδε πήγε τονε φίλ΄σε. Ο Ζέβλος γυρίζ΄και τα΄δίν΄ένα χαστούκι. Το παλ΄κάρ΄ τάχασε κι εφ΄γε καταστεναχωρημένο. Γυρίζ΄ο Ζέβλος στο σπίτ΄, πάει στ΄Φεχνά και τς λέει:
-Αδερφή μ΄, σήκω να πάμε να πολεμήσομε το γειτονικό βασιλόπ΄λο, γιατί με ντρόπιασε. Η Φεχνά ετ΄μάστ΄κε και πήγανε. Επιαστήκανε με τα κοντάρια και με τα σπαθιά. Όταν ο Ζέβλος ήταν έ΄τμος να σκοτώς΄το ξένο βασ΄λόπουλο η Φεχνά λαβάν΄τα΄ν΄αδερφή τς και το βάν΄στα πόδια. Ο Ζέβλος έπεσε απ΄τ΄άλογο καταγής. Σε λίγο ήρθε το παλ΄κάρ΄τόνε πήρε και πήγανε σε μια σπ΄λιά.
-Δεν είμαι άντρας, είμαι γ΄ναίκα τ΄λέει. Και τούπε όλ΄τα΄ν΄ιστορία. Το βασιλόπ΄λο εκατάλαβε. Κι αφού τον εγιάτρεψε, αποφασίσανε να παντρευτούνε. Τώρα η Ζέβλω, κι όχι ο Ζέβλος, πήγε στο σπίτ΄να καλές΄για το γάμο. Η Φεχνά το μετάνιωσε και φώναζε:
-Δε φταίεει η Ζέβλω, εγώ φταίω για όλα.
Κι εζήσανε καλά κι εμείς καλύτερα.
(καταγραφή του ίδιου)
[Από το βιβλίο του Πανταζή Κοντομίχη “Λαογραφικά Σύμμεικτα Λευκάδας”. Εκδ. Γρηγόρης]