Ανοιχτά του Σκορπιού σχεδιάζουν ν’ αδειάζουν τα βυθοκορήματα της διάνοιξης του διαύλου
Ζήτημα κόστους μεταφοράς στην ανοιχτή θάλασσα, ευκολίας ή εξοικονόμησης χρόνου ή όλα τα προηγούμενα οδήγησαν στην απόφαση τα βυθοκορήματα (λάσπη) της διάνοιξης του διαύλου Λευκάδας να οδηγούνται προς απόρριψη βόρεια του Σκορπιού και ανοιχτά της Σπάρτης σε σημείο που θα υποδείξουν οι λιμενικές αρχές ως το πλέον κατάλληλο.
Η απόφαση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από τους Δημοτικούς Συμβούλους Γιώργο Αργύρη και Φερεντίνο Θωμά που συμμετείχαν στην σύσκεψη κι ενημέρωσαν το Δημοτικό Συμβούλιο (Σάββατο 22 Μαρτίου) καταγγέλλοντας “ισχυρές πιέσεις”, για να δεχτούν αυτήν την απαράδεκτη για το Μεγανήσι απόφαση.
Ομόφωνα το Δημοτικό Συμβούλιο Μεγανησίου καταδίκασε την απόφαση αυτή κι εξουσιοδότησε τον Δήμαρχο Μεγανησίου κ. Στάθη Ζαβιτσάνο να προβεί σε όλες τις ενέργειες εκείνες που θα εξασφαλίσουν ότι μια νέα οικολογική επιβάρυνση στην περιοχή δεν θα προστεθεί στις ήδη υπάρχοντες των βιολογικών Ελομένου και Λευκάδας.
“Είμαστε σε εγρήγορση για ν’ ανατρέψουμε την αποδοχή τετελεσμένων“, τόνισε ο δήμαρχος Μεγανησίου και συνέχισε: “Πρόκειται για περιοχή natura, το μέγιστο βάθος της ευρύτερης περιοχής είναι κάτω από 50 μέτρα και αν υποθέσουμε ότι ανάμεσα κάπου υπάρχει θαλάσσιο σημείο που υπερβαίνει αυτό το βάθος, τα θαλάσσια ρεύματα παρασύρουν το υλικό και το εναποθέτουν μέσα στην προστατευμένη με διεθνείς και Ευρωπαϊκές συμβάσεις περιοχή μας. Δεν πρόκειται να το αφήσουμε να συμβεί.”
Το θέμα όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω είναι αρκετά σοβαρό. Πάντως με αφορμή την παρουσία του στο Μεγανήσι ενημερώθηκε και ο υποψήφιος Περιφερειάρχης με την ΑΝ.Α.Σ.Α κ. Θόδωρος Γαλιατσάτος, ο οποίος δεσμεύτηκε να το φέρει προς συζήτηση με την μορφή επερώτησης στο επόμενο Περιφερειακό Συμβούλιο Ιονίων Νήσων.
Ας δούμε, όμως τι αναφέρει για τα βυθοκορήματα εργασία που εκπονήθηκε στο τμήμα περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου:
“Φαινόμενα θαλάσσιας ρύπανσης από τα υλικά βυθοκορήσεων απαντώνται όλο και συχνότερα σε παγκόσμιο επίπεδο τα τελευταία χρόνια. Τα υλικά βυθοκορήσεων προκύπτουν από τις εργασίες εκβάθυνσης λιμένων, ποταμών, καναλιών απαραίτητης για τη διέλευση των πλοίων. Η συνήθης τακτική διαχείρισης των υλικών αυτών είναι η απόρριψή τους στη θάλασσα, ωστόσο είναι απαραίτητο να εξεταστούν και να εφαρμοστούν εναλλακτικές μέθοδοι διαχείρισής τους, όπως η χρήση τους για βελτίωση εδαφών, για αποκατάσταση διαβρωμένων ακτών, για δημιουργία νησίδων και κυματοθραυστών.
Η αναγκαιότητα της διαχείρισης των υλικών βυθοκορήσεων προκύπτει όχι μόνο από τη διαρκή αύξηση των ποσοτήτων τους, αλλά και από την ποιότητά τους, η οποία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων συντελεί στην υποβάθμιση του θαλασσίου περιβάλλοντος δεδομένου ότι στα υλικά αυτά εμπεριέχεται μεγάλος αριθμός ρυπαντών, όπως μέταλλα, οργανικές συνθετικές ενώσεις, υπολείμματα πετρελαϊκών υδρογονανθράκων. Τα χημικά αυτά είδη χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, ως εν δυνάμει τοξικά για τους υδρόβιους οργανισμούς με δυσμενείς επιπτώσεις και στην ανθρώπινη υγεία. Τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών έχουν αναδείξει το μέγεθος του προβλήματος σε διεθνές επίπεδο και έχουν οδηγήσει στη θέσπιση ορισμένων κανονισμών και οδηγιών για τη διαχείριση των υλικών εκβάθυνσης, ανάλογα με το βαθμό επιβάρυνσής τους. Στη χώρα μας υπάρχουν ακόμη πολλές ελλείψεις σε ό,τι αφορά τον κεντρικό σχεδιασμό και έλεγχο της διαχείρισης και διάθεσης των απορριμμάτων και λυμάτων. Στην ισχύουσα ελληνική νομοθεσία σχετικά με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν έχουν συμπεριληφθεί ακόμη ρυθμίσεις που να αφορούν τη διαχείριση των υλικών βυθοκορήσεων, ενώ υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης λόγω των νέων δεδομένων που έχουν προκύψει παγκοσμίως αναφορικά με τις τοξικές ουσίες προτεραιότητας που υποβαθμίζουν το θαλάσσιο περιβάλλον, και για τις οποίες δεν υπήρχε καμία πληροφορία κατά την εποχή θέσπισης των Νόμων, από το 1966 έως το 1986. Στην παρούσα εργασία γίνεται μια συνοπτική παρουσίαση ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων των υλικών εκβάθυνσης, γίνεται αναφορά στη σχετική νομοθεσία σε διεθνές επίπεδο, και παρουσιάζονται προτάσεις διαχείρισης των υλικών βυθοκορήσεων στα πλαίσια της προστασίας του θαλασσίου περιβάλλοντος και, κατ’ επέκταση, της ανθρώπινης υγείας.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από αρχαιοτάτων χρόνων οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τις εκβολές των ποταμών για να εγκαταστήσουν λιμάνια. Τα λιμάνια στα δέλτα των ποταμών προσέφεραν τη δυνατότητα της επικοινωνίας της ανοιχτής θάλασσας με την ενδοχώρα. Τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά λιμάνια βρίσκονται εγκατεστημένα στις εκβολές ποταμών. Τέτοια λιμάνια είναι για παράδειγμα τα Rotterdam, Bordeaux, κ.λ.π..
Η εγκατάσταση των λιμανιών σε δελταϊκές περιοχές εκτός από τα πλεονεκτήματα της επικοινωνίας με την ενδοχώρα μέσω του ποτάμιου δικτύου και την ύπαρξη έτοιμου λιμενικού χώρου, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα , τις προσχώσεις φερτών υλικών από την ροή του ποταμού στην περιοχή εκβολής με αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση του βάθους εντός των καναλιών του λιμανιού. Και στην περίπτωση όμως που το λιμάνι βρίσκεται μακριά από εκβολές ποταμού, αλλά γειτνιάζει ή αποτελεί τμήμα κάποιου μεγάλου αστικού κέντρου μπορεί να κινδυνεύει από προσχώσεις που προκαλούνται από την αποθήκευση φερτών υλών μέσω του δικτύου όμβριων υδάτων της πόλης.
Η λύση στο πρόβλημα της εκβάθυνσης των καναλιών των λιμένων δόθηκε από τη χρήση των βυθοκορήσεων, μιας μεθόδου με την οποία συντηρούνται και εκβαθύνονται τα λιμάνια ανά τον κόσμο. Οι βυθοκορήσεις γίνονται με τη χρήση κατάλληλων εργαλείων που προσομοιάζουν με αρπάγη τύπου Van-Veen και τα οποία αποτελούν τμήμα πλωτών μέσων. Τα ιζήματα που συλλέγονται τοποθετούνται σε πλωτές πλατφόρμες και προωθούνται στο οριστικό σημείο απόθεσης .
Τα υλικά που προκύπτουν συνήθως από εκβαθύνσεις λιμένων είναι ιδιαίτερα επιβαρημένα, με αποτέλεσμα να απαιτείται κατάλληλος σχεδιασμός για τον έλεγχο της ποιότητας και της καταλληλότητάς τους για περαιτέρω διάθεση. Σύμφωνα με τη διεθνή τακτική που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις ο έλεγχος αυτός περιλαμβάνει τη διερεύνηση των επιπέδων των συγκεντρώσεων σειράς εν δυνάμει τοξικών ουσιών, ενώ παράλληλα κρίνεται σκόπιμο να διερευνηθούν τυχόν επιπτώσεις των εν λόγω ρύπων σε αριθμό υδρόβιων οργανισμών με την εφαρμογή τοξικών βιοδοκιμών. Εργαστηριακές αναλύσεις υλικού βυθοκορήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν δείξει την παρουσία μετάλλων, πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων και άλλων συνθετικών οργανικών ενώσεων τοξικών για τον άνθρωπο και το περιβάλλον (Φυτιάνος, 1996, Ying et al, 2002, Παππάς & Χανδρινού, 2003, Olajire et al., 2005, Pekey et al, 2004, Wong et al., 1999, Beiras et al, 2003, Bejarano et al., 2004). Οι παράκτιες χώρες της Βόρειας Θάλασσας και του Ατλαντικού παράγουν 70 έως 85 εκατ. τόνους βυθοκορημάτων ετησίως. Σήμερα πλέον τίθεται υπό αμφισβήτηση και δημιουργεί έντονο προβληματισμό η διάθεση των υλικών αυτών στο θαλάσσιο περιβάλλον, με αποτέλεσμα η έρευνα να στρέφεται πλέον σε εναλλακτικές λύσεις διάθεσης.
Η Ελλάδα διαθέτει 15,000 km ακτογραμμής με τα περισσότερα από αυτά να αποτελούνται από κατοικημένες περιοχές. Οι μεγαλύτερες πόλεις βρίσκονται στην παράκτια περιοχή και γειτνιάζουν με μεγάλα λιμάνια. Τα λιμάνια αυτά αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για την τοπική οικονομία, αλλά και για την σύνδεση ειδικά της νησιωτικής χώρας με τα μεγάλα αστικά κέντρα. Σε αρκετές περιπτώσεις και ειδικότερα στα λιμάνια των μεγάλων αστικών κέντρων καθίσταται πλέον επιτακτική η ανάγκη εκβάθυνσης τμημάτων ή και του συνόλου τους και ως εκ τούτου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με κατάλληλο τρόπο και με γνώμονα τη διαφύλαξη της ποιότητας του θαλασσίου περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης υγείας.
2. ΠΟΣΟΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΥΛΙΚΩΝ ΒΥΘΟΚΟΡΗΣΕΩΝ
Οι ποσότητες των θαλάσσιων ιζημάτων που προκύπτουν κατά τις εργασίες εκβάθυνσης είναι δύσκολο να εκτιμηθούν επακριβώς. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι 32 χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου έχουν εκδώσει άδειες για ρίψη στην ανοιχτή θάλασσα εκτιμούμενων ποστήτων υλικών εκβάθυνσης, οι οποίες είναι 287 εκατ. τόνους (Mt) το 1988 (TMO, 2002). Τα μεγαλύτερα ποσά αφορούν στις ανατολικές ασιατικές θάλασσες (101,2 Μt), στη Βόρεια Θάλασσα (79,4Mt), στο ΒΑ Ατλαντικό (24,5Mt), στο ΒΑ Ειρηνικό (22,2Mt) και στο ΒΔ Ατλαντικό (11,9Mt).
Στην Ευρώπη, οι ποσότητες ποικίλουν ανάλογα με το μέγεθος και τη γεωγραφική θέση των λιμανιών. Υπολογίζεται ότι το 1999 πάνω από 83 εκατ. m3 υλικού εκβάθυνσης προήλθε από μεγάλης κλίμακας ευρωπαϊκούς λιμένες (Geode -Haecon, 2002), με μια συμβολή 36 εκατ. m3 να προέρχεται από τους μεγαλύτερους γαλλικούς λιμένες. Οι διαδικασίες συντήρησης/ εκβάθυνσης σε γαλλικούς παράκτιους/ εκβολικούς λιμένες κατ’ εκτίμηση οδηγούν στην παραγωγή περίπου 50 εκατ. m3 υλικού ετησίως (L’Yavanc et al.1999). Oι δραστηριότητες εκβάθυνσης είναι σημαντικά χαμηλότερες στους λιμένες ανοικτής θάλασσας όπως το Dunkirk (3,5 εκατομμυρίων m3), το Havre (1,2 εκατομμυρίων m3) ή Rochdlc (330.000 m3). Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχαν στη Συνθήκη OSPAR (1992) η Γαλλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, οι όγκοι ιζημάτων που εκβαθύνθηκαν κατά μήκος της ατλαντικής ακτής τους έφθασαν σε περίπου 21 εκατομμύρια m3 το 1996, συμπεριλαμβανομένων 17,5 εκατομμυρίων m3 για τη Γαλλία μόνο. Οι μικρότερες ποσότητες αφαιρούνται από τις μεσογειακές ακτές: διαδικασίες συντήρησης στο λιμάνι της Marseille παράγουν 20.000 m3 ιζημάτων εκβαθύνσεων ετησίως.
Τα υλικά βυθοκορήσεων συνήθως είναι επιβαρυμένα με τοξικούς οργανικούς ρυπαντές, όπως μέταλλα, οργανοκασσιτερικές ενώσεις, πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες. Οι ενώσεις αυτές έχουν την τάση να συσσωρεύονται σε μεγάλο βαθμό στα ιζήματα, υποβαθμίζοντας έτσι την ποιότητά τους. Μελέτες έχουν δείξει τη συχνή παρουσία τους στα νερά και τα ιζήματα των λιμένων τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο (Ying et al, 2002, Παππάς & Χανδρινού, 2003, Olajire et al., 2005, Pekey et al, 2004, Wong et al., 1999, Beiras et al, 2003, Bejarano et al., 2004), όσο και στον Ελλαδικό χώρο (Παππάς & Χανδρινού, 2003, Καψιμάλης 2006, Kostopoulou et al., 2007).
Στα νερά του Θερμαϊκού κόλπου έχουν ανιχνευτεί οργανοκασσιτερικές ενώσεις σε συγκεντρώσεις 17,7-33,4 ng(Sn)/l για τις ενώσεις βουτυλοκασσιτέρου και 17,8-22,3 ng(Sn)/l για τις ενώσεις φαινυλοκασσιτέρου. Οι ολικές συγκεντρώσεις των οργανικών ενώσεων του κασσιτέρου που μετρήθηκαν σε διάφορα λιμάνια και μαρίνες της Ελλάδος ήταν από 25-115 ng(Sn)/l στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, και 65- 380, 42- 280, 80- 423, 38- 225 ng(Sn)/l στις μαρίνες της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας, του Πειραιά και της Πάτρας, αντιστοίχως (Παππάς & Χανδρινού, 2003,).
Σε υλικά εκβάθυνσης κατά την κατασκευή του νέου διαδρόμου προσγείωσης του αεροδρομίου «Μακεδονία» στο Θερμαϊκό Κόλπο, οι συγκεντρώσεις του χρωμίου κυμάνθηκαν από 220,5 έως 348 ppm, του νικελίου από 130,3 έως 240,3 ppm, του χαλκού από 35,3 έως 62 ppm του μολύβδου από 24,5 έως 66,6 ppm και των συνολικών πολυκυκλικών αρωματικών υδρογονανθράκων από 23,4 έως 746,7 ng/g (Καψιμάλης2006).
Η παρουσία πολυκυκλικών υδρογονανθράκων έχει διαπιστωθεί σε σχετικά υψηλά επίπεδα ακόμη και σε δείγματα ιζημάτων από μικρότερους λιμένες, όπως της Μυτιλήνης, όπου οι μετρηθείσες συγκεντρώσεις για τους συνολικούς πολυκυκλικούς υδρογονάνθρακες κυμάνθηκαν από 58 ως 800,9 ng/g (Kostopoulou et al., 2007). Από τα παραπάνω ποιοτικά στοιχεία γίνεται εμφανής η επιτακτική ανάγκη κατάλληλης διαχείρισης των επιβαρυμένων υλικών βυθοκορήσεων.
3. ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
Η διάθεση των υλικών εκβάθυνσης στη θάλασσα αποτελεί μια σημαντική πηγή εισαγωγής ρυπαντών στο θαλάσσιο οικοσύστημα. Οι διαδικασίες εκβάθυνσης πρέπει επομένως να ασκούνται με τον κατάλληλο σχεδιασμό, για τη διασφάλιση της ποιότητας των παράκτιων οικοσυστημάτων.
Από το 1989, πραγματοποιούνται επιστημονικές συναντήσεις οι οποίες πραγματεύονται θέματα που αφορούν στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της διάθεσης των βυθοκορημένων υλικών στο θαλάσσιο περιβάλλον. Στη συνέχεια γίνεται συνοπτική αναφορά των συμπερασμάτων που έχουν προκύψει.
– Δεδομένου ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις δεν είναι δυνατόν να αποφευχθούν, είναι σημαντικό να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αναμενόμενα οφέλη των προγραμματισμένων διαδικασιών εκβάθυνσης σε σχέση με τις προβλεπόμενεςπεριβαλλοντικές επιπτώσεις.
– Η ρύπανση των ιζημάτων από ανθρωπογενώς παραγόμενες τοξικές ουσίες δημιουργεί την ανάγκη για πρόσθετα μέτρα, ώστε να αποτραπούν οι αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ανθρώπινη υγεία (Alzieu CL & Galienne B., 1989).
Τα ανωτέρω συμπεράσματα λήφθηκαν υπόψη και από τον OSPAR στα πλαίσια της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο βορειοανατολικό Ατλαντικό με σκοπό την έκδοση και τον καθορισμό σχετικών Οδηγιών του.
Η Συνθήκη του Λονδίνου της 29ης Δεκεμβρίου 1972 για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από τη διάθεση των αποβλήτων, καθορίζει τους γενικούς όρους για την ρίψη υλικών στη θάλασσα σε παγκόσμια κλίμακα.. Στην Ευρώπη, αυτές οι ρυθμίσεις συμπληρώνονται από τη Συνθήκη του Παρισιού (OSPAR) στις 22 Σεπτεμβρίου του 1992 για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος στο βορειοανατολικό Ατλαντικό, και με το πρωτόκολλο “Απόρριψη στη θάλασσα ” που προσαρτήθηκε στη Συνθήκη της Βαρκελώνης του 1976. Οι Συμβάσεις του ΙMO, (1997), του Λονδίνου και του OSPAR (1998) περιλαμβάνουν σχετικές οδηγίες με βάση τα χαρακτηριστικά των υλικών, τη θέση των περιοχών απόρριψης και την έκδοση των αδειών απόρριψης. Σύμφωνα με τις οδηγίες του OSPAR θα πρέπει οι συμβαλλόμενες χώρες να έχουν καθορίσει Ποιοτικά Κριτήρια Ιζημάτων (Sediment Quality Guidelines, SQGs) με βάση τα οποία θα είναι δυνατή η περαιτέρω διαχείριση τους.
Τα βήματα που περιλαμβάνει η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται από τιςαρμόδιες αρχές πριν την απόφαση έκδοσης άδειας βυθοκόρησης είναι τα ακόλουθα :
1. Χαρακτηρισμός του υλικού εκβάθυνσης
2. Αξιολόγηση των επιλογών διάθεσης
3. Εξέταση αν το υλικό είναι αποδεκτό
4. Προσδιορισμός και χαρακτηρισμός του χώρου υποδοχής
5. Προσδιορισμός πιθανών επιπτώσεων
6. Έκδοση άδειας
7. Σχέδιο εφαρμογής και παρακολούθηση συμμόρφωσης
8. Παρακολούθηση και εκτίμηση στο πεδίο
Η προσέγγιση που χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της περιβαλλοντικής ποιότητας των ιζημάτων στα πλαίσια της εκτίμησης κινδύνου περιλαμβάνει συνδυασμό χημικής και οικολογικής πληροφορίας ώστε να εκτιμηθούν οι επιπτώσεις και να προβλεφθούν οι πιθανές οικολογικές αλλαγές.
Στα πλαίσια της εκτίμησης του οικολογικού κινδύνου ή της επικινδυνότητας των ρυπασμένων ιζημάτων όπως τα υλικά εκβάθυνσης, έχουν προταθεί προσεγγίσεις όπως αυτή που παρουσιάζεται στο Σχήμα 2, ως εργαλεία υποστήριξης της λήψης αποφάσεων(USEPA, 2004).
Στη Γαλλική Νομοθεσία, έχουν συμπεριληφθεί επίσημα κείμενα για τη διαχείριση των υλικών εκβάθυνσης με βάση τις παραπάνω διαδικασίες, όπως τα Διατάγματα της 14ηςΙουνίου 2000 και της 23ης Φεβρουαρίου 2001.
Στην Ιταλία, το 2006 εκδόθηκε εγχειρίδιο διαχείρισης των θαλασσίων ιζημάτων από τοΥπουργείο Περιβάλλοντος (Ministero dell’ Ambiente e della Tutela del Territorio e del Mare) σε συνεργασία με τους οργανισμούς ICRAM (Instituto Centrale per la Ricerca Scientifica e Tecnologica Applicata al Mare) και APAT (Agenzia per la Protezione dell’ ambiente e per i servizi tecnici) (ICRAM & APAT, 2006). Το εγχειρίδιο περιλαμβάνει φυσικοχημικές και οικοτοξικολογικές παραμέτρους για το χαρακτηρισμό των θαλασσίων ιζημάτων και κατευθυντήριες οδηγίες για τη διαχείρισή τους. Ειδικά για τα υλικά βυθοκορήσεων, δίνονται τα κριτήρια ταξινόμησής τους με βάση την ποιότητα, και ανάλογα με την ταξινόμηση αυτή προτείνονται τα κατάλληλα σενάρια διαχείρισης που μπορούν να εφαρμοστούν.
Στη χώρα μας υπάρχουν ακόμη πολλές ελλείψεις σε ό,τι αφορά τον κεντρικό σχεδιασμό και έλεγχο της διαχείρισης και διάθεσης των απορριμμάτων και λυμάτων. Στην ισχύουσα ελληνική νομοθεσία σχετικά με την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος δεν έχουν συμπεριληφθεί ακόμη ρυθμίσεις που να αφορούν τη διαχείριση των υλικών βυθοκορήσεων, ενώ υπάρχει ανάγκη αναθεώρησης λόγω των νέων δεδομένων που έχουν προκύψει παγκοσμίως αναφορικά με τις τοξικές ουσίες προτεραιότητας που υποβαθμίζουν το θαλάσσιο περιβάλλον, και για τις οποίες δεν υπήρχε καμία πληροφορία κατά την εποχή θέσπισης των Νόμων, από το 1966 έως το 1986 (Αλεξόπουλος, 2004). Στα πλαίσια του καθορισμού της στρατηγικής για τη διαχείριση των υλικών εκβάθυνσης με βάση την ποιότητά τους και την εκτίμηση των επιπτώσεων στο θαλάσσιο περιβάλλον όπου πρόκειται να εναποτεθούν, η πληροφορία που έχει συμπεριληφθεί στα αντίστοιχα κείμενα στη Γαλλία και στην Ιταλία μπορεί να αξιοποιηθεί και να προσαρμοστεί στα δεδομένα και στις ιδιαιτερότητες του Ελλαδικού χώρου. Με τον τρόπο αυτό η εκβάθυνση τμημάτων ή και του συνόλου των μεγάλων λιμένων της χώρας θα πραγματοποιείται με γνώμονα την ελαχιστοποίηση των κινδύνων για την ποιότητα του θαλασσίου περιβάλλοντος και κατ’επέκταση της ανθρώπινης υγείας.
4. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλεξόπουλος Α.Β. (2004). Πανεπιστημιακές σημειώσεις «Διεθνές θαλάσσιο περιβαλλοντικό δίκαιο», Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας, Μυτιλήνη.
Παππάς Κωνσταντίνος, Χανδρινού Σταυρούλα (2003). Προσδιορισμός των οργανοκασσιτερικών ενώσεων στη θαλάσσια τροφή και εκτίμηση της διατροφικής έκθεσης των Ελλήνων σε αυτές τις ενώσεις, πτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Περιβάλλοντος, Μυτιλήνη.
Καψιμάλης (2006). Ειδική περιβαλλοντική μελέτη «Ποιότητα των βυθοκορυμάτων του νέου διαδρόμου προσγείωσης του αεροδρομίου “Μακεδονία”,Θερμαϊκός Κόλπος», ΕΛ.ΚΕ.Θ.Ε., Ιανουάριος 2006
Φυτιάνος Κ. (1996): Η ρύπανση των θαλασσών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996. 424
Alzieu CL, Gallenne B. (1989). Proceedings of International seminar on Lite environmental aspects of dredging activities – Nantes 27 Νovember-l st December 1989.
Babut M.P., Garric J., Camusso M., den Besten P.J. (2003). Use of sediment quality guidelines in ecological risk assessment of dredged materials: Preliminary reflections. Aquatic Ecosystem Health and Management 6(4), 359-367.
Beiras R., Bellas J., Fernandez N., Lorenzo J.I., Cobelo-Garcia A. (2003). Assessment of coastal marine pollution in Galicia (NW Iberian Peninsula); metal concentrations in seawater, sediments and mussels (Mytilus galloprovincialis) versus embryo–larval bioassays using Paracentrotus lividus and Ciona intestinalis, Marine Env. Research 56,531–553.
Bejarano A.C., Maruya K.A., Thomas Chandler G. (2004). Toxicity assessment of sediments associated with various land-uses in coastal South Carolina, USA, using a meiobenthic copepod bioassay, Marine Pollution Bulletin 49, 23–32.
EC (2000). Directive of the European Parliament and of the Council 2000/60/EC establishing a framework for community action in the field of water policy, Official Journal C513, 23/10/2000.
Geode – Haecon (2002). Etude relative a la strategic dc dragage et au bilan des dragages des ports europeens : bilan dcs dragages des ports curopeens — application aux ports irancais.
Cederom, CETMEF, BP 60039,60321 Compicgnc ccdcx. F. ΙCRAM & APAT (2006). Manuale per la movimentazione di sedimenti marini, Ministero dell’ambiente e della tutela del territorio e del mare, Italy, 2006.
Kostopoulou A., Mylona A., Nikolaou A., Lofrano G., Meric S., Belgiorno V. (2007).
Determination of polycyclic aromatic hydrocarbons in the harbour sediments of Mytilene, Greece, In Proceedings of the 10th Conference on Environmental Science and Technology, Kos island, Greece, 5-7 September 2007
L’Yavanc J., Alzieu Cl, Mauvais J. L. (1999). Les dragages sur lc littoral francais. In: Dragages et Environnement: etat des connaissances. Editions Ifremer, chapitre II, 25- 35
Olajire A.A., Altenburger R., Kuster E., Brack W. (2005). Chemical and ecotoxicological assessment of polycyclic aromatic hydrocarbon—contaminated sediments of the Niger Delta, Southern Nigeria, Sci.Tot.Environ. 340, 123–136.
Pekey H., Karakas D., Ayberk S., Tolun L., Bakoglu M. (2004). Ecological risk assessment using trace elements from surface sediments of Izmit Bay (Northeastern Marmara Sea) Turkey, Marine Pollution Bulletin 48, 946–953.
USEPA (2004). The incidence and severity of sediment contamination in surface waters of the United States. Volume 1. National Sediment quality survey. EPA 823-R-97-006, 007 & 008. US Environmental Agency, Washington, DC.
Wong C.K.C., Cheung R.Y.H., Wong M.H. (1999). Toxicological assessment of coastal ςediments in Hong Kong using a flagellate, Dunaliella tertiolecta, Environmental Pollution 105, 175-183.
Ying G.-G., Williams B. and Kookana R. (2002). Environmental fate of alkylphenols and alkylphenol ethoxylates-a review, Environment International, 28, 215-
Η εργασία υπογράφεται από τους:
Α. Παπαδάς
Μ. Κωστοπούλου-Καραντανέλλη
Α. Νικολάου
[ΠΗΓΗ]
1. Η απόφαση έχει ημερομηνία 10 Μαρτίου 2014.
2. Tο έγγραφο της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Λευκάδας στο οποίο αναφέρονται οι συντεταγμένες για την απόρριψη των βυθοκορημάτων έχει ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 2014, δηλαδή τρεις μήνες πριν.
Ακόμα τον Ιανουάριο, δεν πήρε χαμπάρι κανείς τίποτε;
Ο Δήμος Λευκάδας και η Τεχνική Υπηρεσία της έχουν μια συνεργασία με το Δήμο Μεγανησίου γιατί ο ίδιος δεν έχει διαχειριστική επάρκεια κλπ, κλπ. Όταν ένα τέτοιο θέμα τόσο σοβαρό αγγίζει το Μεγανήσι, δεν υπήρχε κανείς που να ήξερε έστω κάτι; Ή όλα απέναντι λειτουργούν με άρωμα βυζαντινών διαδρόμων; Δηλαδή πιάσανε την δημοτική αρχή, όλους μας στον ύπνο;
Βέβαια υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης της απόφασης, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται και την κατάργησή της. Δείτε εδώ: http://static.diavgeia.gov.gr/doc/%CE%92%CE%99%CE%9A%CE%910-%CE%A8%CE%A8%CE%A5
Ποτε δεν ειναι αργα για οποιοδηποτε αγωνα και κατω απο οποιεσδηποτε συνθηκες,ομως,ειναι τραγικα ανασφαλες να συμβαινουν και να λαμβανονται τοσο σοβαρες αποφασεις για τον τοπο κι εμεις να ειμαστε η εκουσια η ακουσια αποντες. Τουτο απορεει απ τη δοιηκητικη ανεπαρκεια των τελευταιων χρονων.Κανεις δεν πληροφορησε τον απλο μεγανησιωτη για την αποφαση της 13 Ιανουαριου 2014.Ομως τωρα ειμαστε γνωστες και επιβαλλεται να ασχοληθουμε επιτακτικα και ν αποτρεψουμε την εις βαροος του τοπου μας αποφαση.Ο καθε εις μπορει ν αντιληφθει χωρις τη δικη μου υποδειξη τη σοβαροτητα της καταστασης.