Εόρτασθηκε κι΄ εφέτος στο Μεγανήσι Λευκάδος και με επίκεντρο τον ομώνυμο Ενοριακό Ιερό Ναό στο Βαθύ (Μεγανησίου) η ετήσια μνήμη του Αγίου Βησσαρίωνος του θαυματουργού, Αρχιεπισκόπου Λαρίσης, Κτίτορος της Ιεράς Μονής Δουσίκου (Τρικάλων) καί Πολιούχου Μεγανησίου.
Την παραμονή της εορτής, Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου, το απόγευμα, εψάλη ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός, με θείο κήρυγμα από τον εφημέριο ιερέα π. Ευάγγελο Αρώνη και αρτοκλασία.
Την ημέρα της εορτής, Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου, το πρωί, ετελέσθη ο Ορθρος, η Αρτοκλασία και η Πανηγυρική Θεία Λειτουργία, παρουσία των Αρχών και των ευλαβών Χριστιανών.
Τον Θείο Λόγο εκήρυξε ο ευλαβέστατος ιεροδιάκονος π. Ιωαννίκιος Ζαμπέλης, Διευθυντής του Κέντρου Νεότητος της Ιεράς Μητροπόλεως Λευκάδος και Ιθάκης.
Παρέστησαν ο αξιότιμος κ. Ευστάθιος Ζαβιτσάνος, Δήμαρχος Μεγανησίου καθώς και εκπρόσωπος του αξιοτίμου κ. Θεοδώρου Βερυκίου, Αντιπεριφερειάρχη Λευκάδος.
Το απόγευμα της εορτής εψάλη η Παράκληση προς τον Αγιο Βησσαρίωνα.
Ο ΑΓΙΟΣ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝ
Ὁ ἅγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στίς Μεγάλες Πύλες (σημερινή Πύλη ἤ Πόρτα Παναγιά) τῶν θεσσαλικῶν Τρικάλων κατά τό 1490. Βλαστός λευιτικῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἀνέδειξε ἀρχιερεῖς, μοναχούς καί μοναχές, ἀνετράφη «ἐν παιδεία καί νουθεσία Κυρίου». Σέ ἡλικία δέκα ἐτῶν, μόλις τελείωσε τά κοινά γράμματα, κυριευμένος ἀπό διάπυρο πόθο πρός τόν Θεό καί τόν ἰσάγγελο μοναχικό βίο, προσῆλθε στόν ἁγιώτατο Μητροπολίτη Λαρίσης Μᾶρκο (1499–1527), γιά νά μυηθεῖ κοντά του στήν πνευματική ζωή.
Γιά πολλά χρόνια ὑπηρετοῦσε ἄοκνα τόν πνευματικό του πατέρα, ὑποτάσσοντας στήν κρίση ἐκείνου ὅλα τά θελήματα καί τούς λογισμούς του μέ τόση ἀφοσίωση καί εὐλάβεια, ὥστε, ὅταν τόν ἔβλεπε, νόμιζε ὅτι ἔβλεπε τόν ἴδιο τόν Χριστό. Διά τῆς τελείας ὑπακοῆς ἀπέκτησε τήν ταπείνωση, τήν μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Γι’ αὐτό καί ὁ Μάρκος τόν χειροτόνησε διάκονο καί στή συνέχεια πρεσβύτερο.
Ἀργότερα, περί τό 1516/7, τόν ἐξέλεξε ἐπίσκοπο τοῦ χηρεύοντος θρόνου Ἐλασσῶνος καί Δομενίκου. Δέν ἔγινε ὅμως δεκτός ἀπό τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς ἐπαρχίας του, ἀφ’ ἑνός μέν ἀπό φθόνο τοῦ διαβόλου, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἐπειδή ἡ ἐπισκοπή αὐτή δέν δεχόταν νά ὑποταχθεῖ στόν μητροπολίτη Λαρίσης, πού εἶχε χειροτονήσει τόν ἅγιο. Τόν ἔδιωξαν καί ζήτησαν ἀπό τόν οἰκουμενικό πατριάρχη Θεόληπτο Α΄ (1513–1522) νά διορίσει ἄλλον ἐπίσκοπο.
Χωρίς νά λυπηθεῖ ἤ νά μνησικακίσει γιά τήν ἀτιμία πού τοῦ ἔγινε, ὁ ἅγιος θεώρησε τήν ἀποπομπή του ὡς θεόσταλτη εὐκαιρία γιά ἡσυχία καί ἐπέστρεψε στά Τρίκαλα, κοντά στόν γέροντά του Μᾶρκουμα της εορτής εψάλη η Παράκληση προς τον Αγιο Βησσαρίωνα.
Επί τέσσερα χρόνια (1517–1521) ὡς ταπεινός δοῦλος ὑπηρετοῦσε ὄχι μόνον ἐκεῖνον ἀλλά καί ὅλους τούς πτωχούς, τούς ξένους καί τούς ἀρρώστους, πού κατέφευγαν γιά βοήθεια στήν Ἐκκλησία. Γιά νά ἀποφύγει τόν ἀνθρώπινο ἔπαινο, νύκτα ἐπισκεπτόταν τούς ἀσθενεῖς καί πτωχούς, τούς παρηγοροῦσε καθισμένος δίπλα στό προσκέφαλό τους καί μέ τά χέρια του ἔπλενε τά ροῦχα τους.
Ὅταν τό 1521 πέθανε ὁ ἔξαρχος τῆς ἐπισκοπῆς Σταγῶν (σημερινή Καλαμπάκα) διάκονος Νικάνωρ, οἱ κάτοικοι ζήτησαν νά ἀναλάβει τή διαποίμανσή τους ὁ Βησσαρίων. Κατά τήν ἑξαετία (1521–1527) πού παρέμεινε στή θέση αὐτή μόνον θλίψεις καί πειρασμούς ἐγνώρισε ἀπό κάποιον χαιρέκακο καί ἀσεβῆ ἱερέα, τόν Δομέτιο, ὁ ὁποῖος διαρκῶς τόν κατέτρεχε.
Μετά τήν κοίμηση τοῦ Μάρκου (1527) μέ ἀπαίτηση τοῦ θεσσαλικοῦ κλήρου καί λαοῦ ἐξελέγη μητροπολίτης Λαρίσης καί ἀνῆλθε στόν μητροπολιτικό θρόνο ἐπί πατριάρχου Ἱερεμίου Α΄ (1522–1546). Ὡς ἱεράρχης ὁ ἅγιος ἀνεδείχθη ἀληθινός ποιμήν τοῦ ὑποδούλου λαοῦ, ἀναπτύσσοντας ἀξιοθαύμαστη κατά τούς πικρούς ἐκείνους χρόνους τῆς δουλείας ποιμαντική καί κοινωνική δραστηριότητα.
Ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραφε «δέν ἔδωκε ὕπνον τοῖς ὀφθαλμοῖς του, οὐδέ τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν», ἀλλά σύμπαντα τόν χρόνον τῆς ζωῆς του ὄρθριζε ἐκ νυκτός καί γρηγοροῦσε μοχθῶντας ὅσο κανείς ἄλλος, καθώς μαρτυροῦν καί τά ἴδια του τά ἔργα. Ἔχοντας συνεργό τό ἀξίωμα, ἐκδήλωσε ὅλη του τή συμπάθεια πρός τόν ταλαιπωρημένο λαό, καθιστῶντας τήν μητρόπολή του πηγή ἐλέους καί φιλανθρωπίας. Μέ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας ἐξαγόρασε πολλούς χριστιανούς αἰχμαλώτους ἀπό τούς τούρκους, ἀνήγειρε ναούς, ἐπανέφερε στήν Ἐκκλησία τήν εὐταξία, πού εἶχε διασαλευθεῖ κατά τόν πρῶτο αἰῶνα τῆς δουλείας, ὀργάνωσε σέ κοινότητες τούς Ἕλληνες πού εἶχαν καταφύγει στά βουνά, ἄνοιξε δρόμους στήν Θεσσαλία ἕως καί τήν Ἤπειρο, κατεσκεύασε γέφυρες. Ἡ περιφημότερη εἶναι ἡ γέφυρα τοῦ Κόρακα στόν Ἀχελῶο. Στό σημεῖο αὐτό τοῦ ποταμοῦ τόν χειμῶνα, ὅταν τά νερά πλημμύριζαν, ἐπνίγοντο ἀπό τό ραγδαῖο ρεῦμα οἱ περισσότεροι διαβάτες. Τό δυσκολοκατόρθωτο αὐτό ἔργο, πού κανείς πρίν ἀπό ἐκεῖνον δέν τολμοῦσε νά ἐπιχειρήσει, ἀνέλαβε καί διήυθυνε μόνος του ὁ ἅγιος, μέ ἄμετρους κόπους καί ἔξοδα καί πολλούς κινδύνους.
Γιά νά διευκολύνει τήν ἀναχώρηση τῶν «ἐραστῶν» τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά γιά νά ἔχει καί ὁ ἴδιος τόπον καταπαύσεως ἀπό τήν δίνη τῶν ἀναπόφευκτων περισπασμῶν, ἀνήγειρε μέ τήν βοήθεια τοῦ ἀδελφοῦ του Ἰγνατίου, ἐπισκόπου Καπούας καί Φαναρίου (1527–1534), τήν μονή τῆς
Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, τήν γνωστή ὡς Δούσικο, στό κατάπράσινο βουνό ἐπάνω ἀπό τήν γενέτειρά του.
Πέντε χρόνια μετά τήν ἀποπεράτωση τῆς μονῆς, κουρασμένος ἀπό τό εὐρύ ποιμαντικό καί κοινωνικό του ἔργο, ἀσθένησε. Αἰσθανόμενος νά τόν ἐγκαταλείπουν οἱ δυνάμεις του, προσκάλεσε τούς ἀρχιερεῖς, κληρικούς καί μοναχούς τῆς ἐπαρχίας του, τούς παρέδωσε τίς τελευταῖες του νουθεσίες καί στίς 13 Σεπτεμβρίου 1540 ἀπέθεσε τήν ψυχή του στά χέρια τοῦ Θεοῦ σέ ἡλικία μόλις πενήντα ἐτῶν.
Οἱ μοναχοί τοῦ Δουσίκου ἐνεταφίασαν τόν πνευματικό τους πατέρα στόν ναό τοῦ ἁγίου Νικολάου (σημερινός κοιμητηριακός), πού ὁ ἴδιος εἶχε κτίσει σέ ἀμπελῶνα, στούς πρόποδες τοῦ βουνοῦ.
Ἀργότερα ἕνας Ἀγαρηνός, ὑπηρέτης τῆς μονῆς, ἔκλεψε τό λείψανο τοῦ ἁγίου καί τό πούλησε στή Δύση. Ἡ τιμία κάρα, ἡ ὁποία κατά θαυματουργικό τρόπο διασώθηκε ἀπό τήν κλοπή, φυλάσσεται στή μονή του καί ἐπιτελεῖ ἄπειρα θαύματα καί μάλιστα κατά τῆς πανώλους καί τῆς ἀκρίδος.
Ἡ μνήμη του τιμᾶται στήν Θεσσαλία, στήν Ἤπειρο, στήν Δυτική Μακεδονία, στήν νῆσο Λευκάδα καί στίς παραδουνάβιες χῶρες, στίς 15 Σεπτεμβρίου.
Τόν Αὔγουστο τοῦ 1743 ὁ ἱερομόναχος Ματθαῖος μετέφερε τήν ἁγία Κάρα στή Λευκάδα, ἡ ὁποία ἐμαστίζετο ἀπό τή φοβερή ἐπιδημία τῆς «εὐλογιᾶς» (πανώλους ἤ πανούκλας). Μέ τήν παρέμβαση τοῦ Ἁγίου, οἱ Λευκάδιοι σώθηκαν ἀπό τή λοιμώδη ἀσθένεια καί ἔκτισαν Ναό πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου, στήν πόλη τῆς Λευκάδος καί μάλιστα στό χῶρο ὅπου προηγουμένως εἶχε στηθεῖ τό λοιμοκαθαρτήριο. Μέχρι σήμερα ἡ περιοχή ἐκείνη ὁνομάζεται «Ἁγία Κάρα».
Ὅταν -καί πάλι- στίς ἀρχές τοῦ εἰκοστοῦ αἰώνα ἡ ἐπιδημία τῆς «εὐλογιᾶς» θέριζε τούς ἀνθρώπους στό Βαθύ Μεγανησίου Λευκάδος, μετέφεραν τήν ἁγία Κάρα τοῦ ἁγίου Βησσαρίωνος ἀπό τήν ἱερά Μονή Δουσίκου, στό Μεγανήσι. Ἔγιναν δεήσεις καί ἐνικήθη θαυματουργικῶς ἡ ἀσθένεια. Γιά νά τιμήσουν οἱ χριστιανοί τόν Ἅγιο ἐτοποθέτησαν Εἰκόνα του στόν Ἱερό Ναό τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Κατωμερίου καί κατά τό ἔτος 1910 ἄρχισαν νά κτίζουν πρός τιμήν του τήν Ἐκκλησία στό Βαθύ.
Ὁ Ἅγιος Βησσαρίων τιμᾶται ὡς προστάτης καί πολιοῦχος τοῦ Μεγανησίου.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΗΣΣΑΡΙΩΝΟΣ
ΒΑΘΕΟΣ – ΜΕΓΑΝΗΣΙΟΥ ΛΕΥΚΑΔΟΣ
Ὁ Ἱερός Ναός τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος ἄρχισε νά κτίζεται τό ἔτος 1910. Εἶναι ἀπλή μονόκλιτη βασιλική. Στή δυτική ἐξωτερική πλευρά τοῦ Ναοῦ βρίσκεται τό καμπαναριό, κτίσμα τοῦ ἔτους 1996. Ὁ Ναός ἐσωτερικά διαιρεῖται –ὅπως οἱ ὀρθόδοξοι ναοί- σέ δύο μέρη: τό Ἅγιο Βῆμα καί τόν κυρίως Ναό. Τό Ἅγιο Βῆμα χωρίζεται ἀπό τόν ὑπόλοιπο Ναό μέ ξυλόγλυπτο ἐπιχρυσωμένο (μερικῶς) τέμπλο, νέοκλασσικοῦ ρυθμοῦ, ἔργο τοῦ Ἰωάννου Βρεττοῦ, κατασκευασμένο τό ἔτος 1921. Σύγχρονος εἶναι καί ὁ γυναικωνίτης, ἔργο κι’ αὐτός τοῦ ἰδίου τεχνίτη. Οἱ τρεῖς δεσποτικές εἰκόνες τοῦ τέμπλου (Χριστοῦ, Παναγίας, Προδρόμου) προέρχονται ἀπό τό παλαιότερο τέμπλο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Φανερωμένης Λευκάδος. Ἡ τέταρτη (ὁ ἅγιος Βησσαρίων) εἶναι ἔργο τῆς Οὐρανίας Γαζῆ). Οἱ ὑπόλοιπες εἰκόνες τοῦ τέμπλου εἶναι –κατά προφορική παράδοση- ἔργα κάποιου Παρασκευᾶ πρόσφυγα. Στήν ὀροφή βρίσκονται ἔργα τοῦ αὐτοδίδακτου ζωγράφου Εὐσταθίου Ἀργύρη.
Ὁ Ναός εἶναι ἐνοριακός καί ὑπάγεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Λευκάδος καί Ἰθάκης. Σ’ αὐτόν ἀνῆκουν ὡς παρεκκλήσια, οἱ Ἱεροί Ναοί τοῦ Ἁγίου Κωνσταντῖνου (στό κοιμητήριο Βαθέος), τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καί τῆς Παναγίας Ἐλεούσης Βαθέος, ἐκατέρωθεν τοῦ λιμένος Βαθέος.
Ὁ Ναός πανηγυρίζει στίς 15 Σεπτεμβρίου, μνήμη τοῦ Ἁγίου Βησσαρίωνος.