1. Ο «κόκκινος φασισμός»
Από πού προέκυψε αυτή η «θεωρία των δύο άκρων»; Ποια είναι η ιστορία της και ποια τα αποτελέσματα είχε όσες φορέα ανασύρθηκε από κυβερνήσεις και μέσα ενημέρωσης για να αντιμετωπιστεί ο «εσωτερικός εχθρός»;
Η πρώτη χρήση αυτού του σχήματος ανάγεται βέβαια στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και είναι διεθνής. Είναι η πολιτική ιδεολογία των «δυτικών συμμάχων» απέναντι στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» την επαύριο της νίκης τους το 1945.
«Το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της θεωρίας βρίσκεται στις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες εξομοιώνουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό», λέει ο ιστορικός Πολυμέρης Βόγλης. «Αρχικά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η εξομοίωση επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του ερμηνευτικού σχήματος του «ολοκληρωτισμού», και μετά το 1989, στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, η οποία να περιλαμβάνει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού, οι οποίοι προκάλεσαν στην Ευρώπη δεινά και καταστροφές. Η σύνδεση του Χίτλερ και του Στάλιν ως των δύο «δεινών» της Ευρώπης του 20ου αιώνα είχε ως συνέπεια να απαξιωθούν όχι τόσο το σοβιετικό καθεστώς όσο οι ιδέες της επανάστασης και της κοινωνικής ισότητας».
Το βασικό χαρακτηριστικό της θεωρίας αυτής είναι ότι όταν και όπου εφαρμόστηκε κατέληξε να γίνει όχημα εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θέσεων, υπονόμευσης των κοινωνικών κινητοποιήσεων και συκοφάντησης της Αριστεράς.
Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική κατοχή, σε μια από τις πρώτες δημοσιογραφικές αναλύσεις αυτού του είδους, η «Ελευθερία» στο κύριο άρθρο της θα υποστηρίξει ότι δεν είναι ο φασισμός, αλλά ο κομμουνισμός («Η Αριστερά και ο φασισμός», 22.11.1944). Η ιστορική κεντρώα εφημερίδα που έκανε ακόμα τότε τα πρώτα της βήματα αναλύει για ποιους λόγους δεν πρέπει να υιοθετηθεί το σύνθημα της Αριστεράς κατά του φασισμού: «Όχι γιατί ο φασισμός, καταρχήν, δεν αποτελεί κίνδυνον. Ούτε γιατί πρόκειται να αμφισβητήσει κανείς το καθήκον που έχουν όλοι οι ελεύθεροι πολίται να προστατεύσουν την ελευθερίαν των, οποθενδήποτε ήθελε να απειληθή. Αλλά γιατί μεταξύ των δύο αυτών παρατάξεων, δηλαδή της Άκρας Αριστεράς και της Άκρας Δεξιάς υπάρχει μια στενωτάτη αλληλουχία, από της απόψεως των μεθόδων που χρησιμοποιούν και αι δύο μέσα εις το πολιτικόν πλαίσιον.»
Αυτά γράφονταν μόλις δέκα μέρες πριν από την αιματηρή επίθεση στην άοπλη διαδήλωση στο Σύνταγμα που οδήγησε στα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Είναι σαφές ότι στην ανάλυση αυτή υπάρχει ένα μόνο άκρο, το αριστερό, εφόσον το δεξιό, το φασιστικό, υποτίθεται ότι είχε εξαφανιστεί με την απελευθέρωση.
Πολύ γρήγορα η ανάλυση αυτή πήρε και όνομα. Ο κομμουνισμός μετονομάστηκε σε «ερυθρό φασισμό» και η ανάλυση των δύο άκρων άρχισε να φέρει το όνομα «μαύρος και ευθρός φασισμός». Βέβαια, και πάλι μόνο για τον «ερυθρό» γινόταν λόγος στα επίσημα προπαγανδιστικά κείμενα των μεταπολεμικών και εμφυλιοπολεμικών κυβερνήσεων: «Δεν επικρατεί φασισμός εις την Ελλάδα. Επικρατεί απλώς ένα παροδικόν αντιδραστικόν καθεστώς με έντονον τον χαρακτήρα της βίας, που έχει απαλωθεί μέχρις εμφυλίου πολέμου. Αλλά και φασισμός αν επεκρατή, δι΄αυτόν ευθύνεται αποκλειστικώς η Μεγάλη Βρετανία και το Εργατικόν Κόμμα. Επικρατεί εκείνο που ήθελεν η Αγγλία. Μήπως ήθελεν και τον «φασισμόν» δια να εξουθενώσει ηθικώς την Ελλάδα;» (κύριο άρθρο, «Ελευθερία», 20.2.1947).
Σιγά σιγά ξεχάστηκε ο άλλος και έμεινε μόνο ο «κόκκινος» φασισμός. Μάλιστα το Γ΄Σώμα Στρατού διοργάνωσε στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 1948 και έκθεση με τίτλο «Δύο χρόνια πολέμου της Ελλάδος εναντίον του κόκκινου φασισμού», στην οποία κλήθηκαν οι πολίτες για να διαπιστώσουν «διά μίαν ακόμη φοράν την αντεθνικήν δράσιν των λεγόμενων δημοκρατών» (Εμπρός, 30.1.1948).
Η εμφυλιοπολεμική Ελλάδα ήταν και τότε εργαστήρι εφαρμογής των πιο αντιδραστικών θεωριών της εποχής. Η προπαγάνδα που εξίσωνε τον «μαύρο και το κόκκινο» φασισμό πουθενά δεν υπήρξε τόσο έντονη όσο στη χώρα μας. Αντίθετα, η επίσημη θέση των δυτικών κυβερνήσεων εξακολουθούσε να εμφανίζει τον φασισμό ως κύριο στόχο. Μπορεί το 1947 να ήταν το γενέθλιο έτος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά ο μονομέτωπος αγώνας των ΗΠΑ και των συμμάχων τους εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης δεν αποφασίστηκε παρά μόνον το 1949. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμα εκείνη την περίοδο πουθενά στα διεθνή φόρα ο κομμουνισμός δεν εξισώνεται ανοιχτά με τον φασισμό. Την άνοιξη του 1948 πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη η Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για την Ελευθερία της Πληροφόρησης. Στην τελική απόφαση αναφέρεται: «[Η συνδιάσκεψη] εκφράζει τη βαθιά της πεποίθηση ότι μόνο εκείνα τα όργανα πληροφόρησης σε όλες τις χώρες του κόσμου, τα οποία είναι ελεύθερα να αναζητούν και να διαδίδουν την αλήθεια, μπορούν να συμβάλουν στην αναχαίτιση της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης επιθετικής προπαγάνδας ή φυλετικής, εθνικής και θρησκευτικής διάκρισης και στην πρόληψη της αναγέννησης της ναζιστικής, φασιστικής ή όποιας άλλης απειλής» (United Nations, Conference on Freedom of Information, Final Act, Γενεύη – Νέα Υόρκη, 1948, Απόφαση ν.2).
Έξαλλος ο καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης για τον «συμβιβασμό» αυτό θα καταγγείλει: «Ο σλαυικός συνασπισμός ηγωνίσθη μετά λύσσης να εντάξη τα συνήθη κομμουνιστικά συνθήματα «Ο αγών δια την Δημοκραρίαν», «Η πάλη δια την εξόντωσιν του φασισμούκαι της φασιστικής ιδεολογίας», «Η εξυπηρέτησις του λαού και το άσπονδον μίσος κατά των εχθρών του λαού», «Η αποκάλυψις και εξουδετέρωσις εκείνων που ερεθίζουν τους λαούς εις επιθέσεις και πολέμους», κτ.λ» («Εμπρός, 16.4.1948). Ο Δασκαλάκης, ο οποίος επί χούντας εξέδωσε την επίσημη ιστορία του Αρχηγείου Χωροφυλακής, θεωρεί «ερυθρά» όλα αυτά τα συνθήματα.
Ο αντικομμουνισμός με τη μορφή της «απειλής του ερυθρού φασισμού» αποτέλεσε έκτοτε τμήμα της επίσημης κρατικής ιδεολογίας στην Ελλάδα.
2. Το “πεζοδρόμιο”
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει η επανεμφάνιση της θεωρίας των δύο άκρων σε μια ιστορική συγκυρία που δεν θα το περίμενε κανείς. Τρεις μήνες μετά την θριαμβευτική του επικράτηση στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964, ο Γιώργος Παπανδρέου εξαπέλυσε τον δικό του «διμέτωπο» αγώνα, επαναφέροντας το δίπολο των δύο άκρων. Το «Βήμα» περιέγραψε την εξαγγελία αυτής της πολιτικής με τον εύγλωττο τίτλο «Ούτε αναρχία, ούτε φασισμός, αλλά δημοκρατία» (2.6.1964). Αλλά ποια ήταν η αναρχία στην οποία αναφερόταν ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου; Τίποτα λιγότερο από τις διαδηλώσεις στο κέντρο της πόλης και τις προσπάθειες περιφρούρησης των απεργιών. Με μια επιχειρηματολογία που μας φαίνεται εξαιρετικά οικεία, ο Παπανδρέου στρεφόταν εναντίον των κοινωνικών κλα΄δων που διεκδικούσαν τα δικαιώματά τους, ξαφνιάζοντας κόμα και τη δεξιά αντιπολίτευση: «Ηθικώς αποδοκιμάζω την μέθοδον των πορειών διότι ουδέν προσφέρουν […] Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία όλων, δεν σημαίνει ελευθερία μιας ομάδος και κατάλυσιν της ελευθερίας των άλλων. Αυτό είναι φασισμός, δεν είναι δημοκρατία». Παρόμοιες θέσεις διατύπωσε ο Παπανδρέου για τις απεργίες: «Αναγνωρίζομεν το δικαίωμα της απεργίας. Η απεργία είναι δικαίωμα των εργαζομένων ανθρώπων. Αλλά και η εργασία είοναι δικαίωμα των εργαζομένων ανθρώπων. Υπάρχει ελευθερία απεργίας και ελευθερία εργασίας. Όσοι επιχειρούν να καταλύσουν την ελευθερίαν της εργασίας, δεν είναι δημοκράται, είναι φασίσται. Κατεβλήθη προσπάθεια να εμπλακόμεν εις το δίλημμα: ή είμεθα αναρχία ή αστυνομικόν κράτος. Εις αυτό το δίλημμα δεν εμπλεκόμεθα. Εξερχόμεθα από το δίλημμα. Δεν είμεθα ούτε αναρχία ούτε ασττυνομικόν κράτος» (Βουλή, 1.6.1964).
Πολύ γρήγορα κατανόησε και ο ίδιος ο Παπανδρέου ότι οι μόνοι που θα στήριζαν τον εκδημοκρατισμό του κράτους ήταν εκείνοι που τότε κατέτασσε στην «αναρχία» και ότι ο ίδιος έναν χρόνο αργότερα θα βρισκόταν υποχρεωμένος να καταφύγει στο όπλο των πορειών και των απεργιών.
Η αλήθεια είναι ότι μιααπό τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησής του ήταν να αποκαλύψει με την περίφημη «Έκθεση Μπέρτσου» τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της ΕΡΕ , ο οποίος βασιζόταν στην πιο ωμή θεωρία των δύο άκρων. Ο Γρ. Γραμματικόπουλος , αρμόδιος διαφωτιστής της Υπηρεσίας Πληροφοριών της Προεδρίας επί κυβερνήσεων ΕΡΕ, κατέθεσε μήνυση στον συντάκτης της Έκθεσης Γεώργιο Μπέρτσο. Κατά τη δίκη, απαντώντας σε ερωτήματα της υπεράσπισης, ο Γραμματικόπουλος θα είναι αποκαλυπτικός:
Λυκουρέζος: Λέτε ότι ο φασισμός δεν στρέφεται κατά του έθνους.
Γραμματικόπουλος: Δεν στρέφεται, διότι φασισμός δεν είναι ένας. Άλλος ο φασισμός του Χίτλερ και άλλος ο φασισμός του Νάσερ.
Λυκουρέζος: Ενώ δηλαδή ο κομμουνισμός αποτελεί κίνδυνον δια το έθνος, ο φασισμός δεν αποτελεί.
Γραμματικόπουλος: Κίνδυνον αποτελεί ο κομμουνισμός δια του δημιουργουμένου εντός του λαού φρονήματος της υπονομεύσεως. Ενώ ο φασισμός δεν δημιουργεί τοιούτον κίνδυνον. (Ελευθερία, 13.3.1965).
Αλλά και οι αστυνομικοί μάρτυρες που κατέθεσαν στη δίκη για τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ισχυρίστηκαν ότι η αντισυγκέντρωση των παρακρατικών στη Θεσσαλονίκη σχηματίστηκε τυχαία και ότι η οργή των ατόμων αυτών προκλήθηκε από τα συνθήματα «Ειρήνη» και «Κάτω ο φασισμός», τα οποία είναι «προδοτικά και αντεθνικά, όταν τα ρίπτουν οι κομμουνισταί (Ελευθερία, 18.10.1966). Αυτή η αθώωση του φασισμού δεν περιορίστηκε στους τραμπούκους ή τους διατεταγμένους αστυνομικούς υπαλλήλους. Σε άρθρο του για την επέτειο του 1940, ο γνωστός πολιτικός της Δεξιάς, Γρηγόρης Κασιμάτης, θα δώσει λίγες μέρες αργότερα και το τελειωτικό χτύπημα στην παράδοση του αντιφασισμού: «Η ιταλική επιβουλή της 28ης Οκτωβρίου ήταν επίθεση του ολοκληρωτικού επεκτατισμού, όχι του φασισμού» (Ελευθερία 29.10.1966).
Δεν πέρασαν ούτε έξι μήνες και ο φασισμός με τη μορφή της στρατιωτικής δικτατορίας, χτυπούσε την πόρτα ακόμα και των οπαδών των δυο άκρων.
3. Ο αριστεροχουντισμός
Η θεωρία των «δύο άκρων» αναβαθμίστηκε με τη διατύπωση της θεωρίας του «αριστεροχουντισμού» από τον Καραμανλή, λίγους μήνες μετά τη Μεταπολίτευση. Η σκοπιμότητα της έμπνευσης αυτής είναι προφανής. Επισημαίνοντας την ύπαρξη αυτών των ακραίων εκδοχών της εφαρμοσμένης πολιτικής, η κυβερνητική δράση της εποχής εμφανιζόταν να κινείται στο μέσο, ως «κεντρώα», παρά το γεγονός ότι μετά τις πρώτες κινήσεις εκδημοκρατισμού, που θεωρήθηκαν απαραίτητες για την εκτόνωση της λαϊκής ενεργητικότητας που είχε ξεσπάσει το καλοκαίρι του 1974, κάτω από τη διπλή επίδραση της πτώσης της χούντας και της κυπριακής τραγωδίας, το καθεστώς αναδιπλώθηκε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα η θεωρία του «αριστεροχουντισμού» βοήθησε την κυβέρνηση Καραμανλή να επιβληθεί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό με δύο τρόπους: Από τη μια χρησιμοποίησε αυτή τη θεωρία για να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις, μέσα από τη συκοφάντηση όλων των δυναμικών εργατικών και φοιτητικών διεκδικήσεων, από την άλλη άφησε ένα παράθυρο ανοιχτό προς την κατεύθυνση των υπολογίσιμων ακόμα στηριγμάτων του δικτατορικού καθεστώτος, με σκοπό τη βαθμιαία ενσωμάτωσή τους στη μητρική μεγάλη συντηρητική παράταξη.
Το νεολογισμό αυτό χρησιμοποίησε ο Καραμανλής για πρώτη φορά στη Βουλή στις 28.3.1975, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων για το νέο Σύνταγμα. Ο τότε πρωθυπουργός διέκοψε μάλιστα τον αγορεύοντα Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος διαπίστωνε ότι υπάρχουν «διεκδικήσεις που υποκινούνται από χουντικούς μηχανισμούς» για να του πει: «Εννοώ και τα δύο άκρα. Γιατί αρχίζει να αναπτύσσεται ένα είδος αριστεροχουντισμού και προσέξτε το». Αιφνιδιασμένος ο Παπανδρέου έδειξε αμηχανία: «Δεν αναφερόμουν σ΄αυτό. Γιατί δεν εγνώριζα το είδος, κ. Πρόεδρε. Πρώτη φορά το ακούω».
Από τότε και επί μήνες θα άκουγε κι αυτός και όλος ο κόσμος τη λέξη να επαναλαμβάνεται με κάθε ευκαιρία από την κυβέρνηση. Λίγες μέρες αργότερα, ο Καραμανλής επανέλαβε τους φόβους του για τον «αριστεροχουντισμό», μιλώντας στο γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπίγκελ», γιοα να διαδώσει και στο εξωτερικό την έμπνευσή του. Και κατά την πορεία για την επέτειο της 21ης Απριλίου, τρεις βδομάδες αργότερα, η επίκληση του αριστεροχουντισμού θα είναι εκείνη που θα επιτρέψει τη βίαιη καταστολή, με πρόσχημα τη συμβολική επίθεση του ΕΚΚΕ με αυγά στην αμερικανική πρεσβεία.
Κοινό χαρακτηριστικό των τριών αυτών ιστορικών περιόδων με τη σημερινή είναι ότι υπήρχε και τότε πολιτική κρίση, αλλά και ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος που επεδίωκε την υπέρβαση του ισχύοντος πολιτικού πλαισίου, μέσω ενός ή περισσότερων αριστερών πολιτικών σχηματισμών. Αν ήθελε κανείς να βγάλει συμπεράσματα από τη χρήση της ίδιας θεωρίας σε τόσο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, θα κατέληγε εύκολα σε ένα κοινό συμπέρασμα. Η πρώτη μεταπολεμική χρήση της θεωρίας ήταν εκείνη που επέτρεψε (αν δεν επέβαλε) τη διενέργεια του αιματηρού εμφύλιου πολέμου, δαιμονοποιώντας και εξωθώντας στην ένοπλη σύγκρουση το ένα «άκρο». Αυτή ήταν ταυτόχρονα η μέθοδος με την οποία ενσωματώθηκαν και πάλι στον κρατικό μηχανισμό οι πολιτικοί δοσίλογοι, οι ένοπλοι συνεργάτες των δυνάμεων κατοχής και οι ιδεολογικοί τους παραστάτες. Κατά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον Γεώργιο Παπανδρέου, η θεωρία του πεζοδρομίου και των άκρων ήταν εκείνη που στράφηκε εναντίον της κυβέρνησης του Κέντρου, άνοιξε το δρόμο στην Αποστασία και προετοίμασε τη δικτατορία. Κατά τη Μεταπολίτευση ήταν η ίδια θεωρία που επέτρεψε την αποκατάσταση των στιγματισμένων χουντικών θυλάκων από τη μια μεριά και τη συκοφάντηση κάθε δυναμικής διεκδίκησης των εργαζομένων από την άλλη.
Ποιος δεν καταλαβαίνει ότι και σήμερα, η χρήση της θεωρίας των δύο άκρων είναι εκείνη που από τη μια συκοφαντεί την ανερχόμενη Αριστερά και από την άλλη δίνει συγχωροχάρτι σε μια ναζιστική οργάνωση που έχει ως πολιτικό της πρόγραμμα την άσκηση ωμής βίας; Το χειρότερο είναι ότι η θεωρία των δύο άκρων, όπως διατυπώνεται από επίσημα χείλη, δικαιώνει τις εφιαλτικές διατυπώσεις του Ηλία Παναγιώταρου περί «εμφυλίου πολέμου».
Εκτενές απόσπασμα από την «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ», 10-11 .11. 2012, σελίδες 15 – 17. Τίτλος άρθρου “Οι κυνηγοί του χαμένου κέντρου”
Ευχαριστούμε τον Απ. Γατή για την αποστολή του άρθρου