Απόκομμα κατοχικής εφημερίδας, με ημερομηνία 18 Ιουνίου του 1941:
«Αι περιστάσεις τας οποίας διέρχεται σήμερον η Ελλάς, εις την δύσκολον αυτήν καμπήν της Ευρωπαϊκής ιστορίας, είναι εξαιρετικαί. Όλαι αι εκδηλώσεις της ζωής μας έχουν καταφανή τα δείγματα μιας πρωτοφανούς κρίσεως. Η οικονομική δε κρίσις θα ήτο ίσως ολιγώτερον αισθητή, αν δεν υπήρχεν εις την Ελληνικήν ζωήν, τόσον έκδηλος, η ηθική και λογική κρίσις εκ της οποίας πάσχομεν ως κοινωνικόν σύνολον. Το χρήμα δεν θα υφίστατο τότε τον σημερινόν εκμηδενισμόν. ο πλούτος θα έρριπτε και ένα βλέμμα φιλανθρωπίας και κοινωνικής αλληλεγγύης εις τα πλήθη των πειναλέων, αι λαϊκαί τάξεις θα ανεκουφίζοντο με τας γενναίας χειρονομίας των ευπόρων. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού…
» Είπομεν: Υποφέρομεν και από κρίσιν «λογικού». Ό,τι αγωνιζόμεθα από της επομένης της Μικρασιατικής καταστροφής να οικοδομήσωμεν εις την Ελλάδα, λειώνει τώρα ως ο πάγος. Τα θεμέλια του κράτους τρίζουν. Τα παν εις την χώραν αυτήν που άλλοτε ήστραψε το φως ενός λαμπρού πολιτισμού, καταρρέει, κυλίεται, πέφτει…
» Και ενώ ο οίκος μας σείεται από τας βάσεις του και γύρω μας καπνίζουν ακόμη τα συντρίμμια του πολέμου, ημείς -ω τη αναισθησία μας!- ομφαλοσκοπούμεν επί των «πολεμικών νέων» και, κλείοντες τους οφθαλμούς προ της αδυσωπήτου πραγματικότητος, προβαίνομεν εις εκδηλώσεις αι οποίαι μας φέρουν εγγύτερον προς την ολοκληρωτικήν καταστροφήν.
» Δεν είναι καιρός δια μεμψιμοιρίας ούτε αι στιγμαί επιτρέπουν παρανοήσεις. Η θέσις μας είναι σαφής: Η Ελλάς του κ. Μέχρις Εσχάτων ετάφη μετά μια συντριπτικήν ήτταν. Εις την θέσιν της εγεννήθη η Ελλάς του «ζωτικού χώρου της Ιταλίας». Η πρώτη όζει πτωμαΐνης. Η δευτέρα έχει την δρόσον μιας νέας ζωής. Ας την αγκαλιάσωμεν σφιχτά. Ίσως με την νέαν τάξιν πραγμάτων ατενίσωμεν καλύτερας ημέρας. Ίσως εξέλθομεν εκ της δεινής θέσεως εις την οποίαν ευρεθήκαμεν την επομένην της στρατιωτικής καταρρεύσεως. Ίσως μας δοθούν τα μέσα να ζήσωμεν…
» Το επιβάλλει το εθνικόν συμφέρον μας. Η γενέα αυτή δεν πρέπει να αφανισθή από την πείναν. Τα νειάτα να μη μαρανθούν από τον λίβαν της δυστυχίας. Έχομεν ιστορίαν και πεπρωμένα. Συνεχίζομεν την υπερτρισχιλιετή παράδοσιν μιας ζωτικής φυλής. Είμεθα ράτσα φτιαγμένη από γνήσιον Αριανόν μέταλλον. Διατί, λοιπόν, να διακυβεύωμεν το παν, αυτήν ταύτην την ύπαρξιν μας, εις ανοήτους εκδηλώσεις κατ΄εκείνων οι οποίοι είναι σε θέσιν σήμερον να μας δώσουν χείρα βοηθείας; Και κατά τι είναι περισότερον Έλληνες εκείνοι οι οποίοι κοιμώνται αποκλειστικώς με το φευγαλέον όνειρον της Αγγλικής κατισχύσεως, από ημάς που αξιούμεν προσγείωσιν εις την σημερινήν πραγματικότητα όλων των Ελλήνων, χάριν της κοινής σωτηρίας;
» Μια ειλικρινής συνεργασία με τους χθεσινούς αντιπάλους μας, με τας δυνάμεις του άξονος, θα μας έσωζεν ίσως από το χάος. Τα αναιμικά από την πείναν παιδάκια, θα εύρισκον μίαν φέταν ψωμιού. οι τρικλίζοντες νήστεις γέροντες θα ημπορούσαν να τρώγουν άπαξ τουλάχιστον της ημέρας. αι θηλάζουσαι μητέρες δεν θα εξηντλούντο και η γενεά μας θα ίστατο ορθία εν μέσω της Ευρωπαϊκής καταιγίδος. Διατί να την αρνηθώμεν την συνεργασίαν αυτήν;
Το επαναλαμβάνομεν: Οφείλομεν να προσγειωθώμεν. Άλλως ας πάρωμεν σφουγγάρι και ας σβύσωμεν εκ του Ευρωπαϊκού χάρτου και την Ελλάδα και την ιστορίαν και τα ιδανικά μας…»