Κερδισμένος ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.
Αρκετά σημαντικά είναι τα στατιστικά δεδομένα που προκύπτουν από τις φετινές πρόωρες εθνικές εκλογές για τις ηλικιακές ομάδες των ψηφοφόρων και την επιλογή τους στις κάλπες. Τα δεδομένα είναι από την παρουσίαση του κ. Νικολακόπουλου της ALCO στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του MEGA. Το Μeganisi Νews με βάση τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν έκανε και το σχετικό γράφημα.
Την ηλικιακή ομάδα 18-34 «μονοπώλησε» ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ενώ η Ν.Δ. προτιμήθηκε από το 13,5% και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. περιορίστηκε στο 7,5%.
Υψηλότερα ποσοστά κατέγραψε ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και στην ηλικιακή ομάδα των 35-54 ετών, η Ν.Δ. 3% λιγότερο και το ΠΑ.ΣΟ.Κ. 50% λιγότερο σε σχέση με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και 7% λιγότερο σε σχέση με τη Ν.Δ.
Στην ηλικιακή ομάδα 55+ το υψηλότερο ποσοστό στην κάλπη καταγράφει η Ν.Δ. (29,5%), ακολουθεί το ΠΑ.ΣΟ.Κ. με 21% και τελευταίος ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α με 11,5%.
Η ηλικιακή ομάδα των 18-54 ετών έπαιξε και τον πιο καταλυτικό ρόλο στις τωρινές εθνικές εκλογές. Ειδικότερα όμως η ηλικιακή ομάδα 18-34 –κυρίως 18-30- είναι και εκείνη της οποίας η τάση είχε διαγραφεί όχι μόνο στις προηγούμενες εκλογές (ειδικότερα το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατέγραφε χαμηλά ποσοστά) αλλά και στις ευρωεκλογές με την όποια συμμετοχή, αφού η αποχή φέτος ήταν κατά περίπου 500.000 ψηφοφόρους αυξημένη και αφορούσε κυρίως τις ηλικίες των 55+, σύμφωνα με την εκτίμηση της ALCO. Άλλωστε η αποχή στη Λευκάδα κυμαίνεται γύρω στο 45% .
Τέλος, σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα της συγκυβέρνησης “πλήρωσαν” τις ηλικίες κάτω και μέχρι των 50 με τις πολιτικές τους. Είναι κυρίως οι ηλικίες οι παραγωγικές αλλά και αυτές που στην συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν τους μικρομεσαίους, την παραγωγική ραχοκοκαλιά της χώρας στην οποία προέταξαν μέτρα που κάθε άλλο παρά την θωράκιζαν έναντι του κινδύνου του αφανισμού της.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι λεγόμενες “μικρές ηλικίες” που έρχονται αντιμέτωπες με το πιο σκληρό πρόσωπο της πολιτικής των συντηρητικών όπως αποδεικνύεται κομμάτων (το ΠΑ.ΣΟ.Κ. μεταλλάχθηκε και δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία γι’ αυτό) με παρόν και μέλλον τόσο δυσοίωνα που δύσκολα μπορεί κανείς να διακρίνει που αρχίζει και που σταματά μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην απογοήτευση και την ελπίδα, τουλάχιστον.