H κρίση της πολιτικής εκφράζεται μέσα από την υποβάθμιση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των θεσμών της. H αμφισβήτηση της πολιτικής ως συλλογικού αγαθού συναντά την κρίση της Δημοκρατίας.
Όταν η Δημοκρατία χάνει τη σχετική αυτονομία της που την διακρίνει σε περιόδους ομαλότητας και τα αστικά κόμματα συνενώνονται στο επίπεδο της εξουσίας εγκαταλείποντας τα μεταξύ τους διακριτικά γνωρίσματα σηματοδοτείται μια βαθιά κρίση και παρακμή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Με τη μετάθεση όλο και περισσότερο του κέντρου βάρους στην εκτελεστική εξουσία ανατρέπονται οι λειτουργίες του αστικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος με το αιτιολογικό ότι αποτελούν εμπόδιο για το ξεπέρασμα της κρίσης και τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων.
Η κρίση της Δημοκρατίας που διαπερνά όλες τις χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα την χώρα μας γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στα κύτταρα των κοινωνιών, στην οικογένεια και στα άτομα.
Εάν ρωτήσει κανείς κάποιον τυχαίο Έλληνα, για τις ολέθριες επιπτώσεις της κρίσης, είναι προφανές ότι δεν θα εστιάσει μόνο στην φτώχεια και στην ανεργία, αλλά δεν θα παραλείψει να τονίσει ότι ο ελληνικός λαός του στερείται πλέον του δικαιώματος λόγου, δηλαδή μεγάλου μέρους της κυριαρχίας του.
Εάν θέσει κανείς την ίδια ερώτηση σε έναν Γερμανό βουλευτή αυτός θα απαντήσει ότι δεν είναι πλέον ελεύθερος να αποφασίσει και αναγκάζεται να συμφωνήσει με το επόμενο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα.
Όπως φαίνεται λοιπόν η συνεχιζόμενη κρίση, υπονομεύει σταδιακά τη δημοκρατία. Κανένας πολίτης στην Ευρώπη και σχεδόν κανένας πολίτικός δεν είναι διατεθειμένος να στηρίζει στο διηνεκές την χώρα μας, χωρίς απτά αποτελέσματα.
Η πολιτική που επιβάλλεται σε όλη την Ευρώπη από τον νεοφιλελεύθερο και νεοσυντηρητικό συνασπισμό εξουσίας υπό τον μανδύα της ανταγωνιστικότητας έναντι των αναδυόμενων πόλων της διεθνούς οικονομίας μεταφράστηκε στην χώρα μας με την ομηρία όλων των πολιτικών σχηματισμών εξουσίας ανεξαρτήτως των προθέσεων τους.
Ειδικότερα γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η συγκεκριμένη πολιτική αντιμετώπισης της κρίσης, δεν είναι μια πορεία διάσωσης και εξόδου ούτε άρσης των χρόνιων παθογενειών του ελληνικού πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά μια πορεία καταστροφική, βασισμένη στην κοινωνική αδικία.
Η πολιτική αυτή δεν εφαρμόζεται μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλο τον στενό πυρήνα της ΕΕ και το εργαστήριο από το οποίο προήλθε, είναι η Γερμανία.
Η πολιτική αυτή εφαρμόζεται εδώ και 20 χρόνια στην Γερμανία και μεταλαμπαδεύτηκε στις υπόλοιπες χώρες, με ένταση επιπτώσεων αναλόγως της κατάστασης στην οποία βρίσκονται τα κράτη.
Στην Ελλάδα η ένταση είναι ιδιαίτερα προφανής και έντονη διότι ουδέποτε ετέθη με σοβαρότητα το ζήτημα συνετής δημοσιονομικής διαχείρισης.
Αυτή η διαπίστωση δεν περιορίζεται στην περίοδο Ανδρέα Παπανδρέου η οποία ευκόλως ενοχοποιείται από «εκσυγχρονιστές», «νεοφιλελεύθερους», «συντηρητικούς» και «αριστερούς»,
Παραδόξως αυτή η περίοδο ήταν η μοναδική μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο ουσιαστικής αναδιανομής στην Ελλάδα και εισαγωγής ενός στοιχειώδους κοινωνικού κράτους και όμως τίθεται υπό αμφισβήτηση ιδιαίτερα μάλιστα από αυτούς που «αγανακτούν» και «διαμαρτύρονται» στις πλατείες επειδή τώρα αναιρούνται οι κατακτήσεις που ακριβώς εκείνη την περίοδο τους δόθηκαν.
Οι ευεργετημένοι βρίζουν λοιπόν το ευεργέτη τους και οι μη ευεργετημένοι πάλι τον ίδιο. Μια αντίφαση τραγική, διότι καταδεικνύει πόση θολούρα, επικρατεί σήμερα στην ελληνική κοινωνά.
Μια θολούρα που αναδεικνύει το βάθος της πολιτικής κρίσης στην Ελλάδα. Πολιτική με την έννοια παρέμβασης στα προβλήματα δεν καλλιεργήθηκε στην χώρα μας, ούτε στην κορυφή ούτε στην βάση της κοινωνίας.
Πολιτική με την έννοια του «κοινού είναι» θα σήμαινε μια αντίληψη ότι τα υγιή δημοσιονομικά αποτελούν δημόσιο αγαθό χωρίς την ύπαρξη του οποίου δεν υπάρχει δυνατότητα καμίας αναδιανομής ούτε καν υπέρ των πιο ασθενέστερων. Αυτή η αμέλεια είναι κατεξοχήν πολιτική και δεν έχει καμία σχέση με το «μαζί τα φάγαμε».
Επίσης όμως η διατύπωση αυτή είναι «υπερταξική» με την έννοια ότι η εξισορροπημένη διαχείριση εσόδων- εξόδων του κράτους αφορά ακόμα και τα σοσιαλιστικά οργανωμένα μορφώματα. Παραδόξως ωστόσο οι προοδευτικές δυνάμεις στην Ελλάδα δεν ανέδειξαν ποτέ τις συνέπειες της ολικής πολιτικής αμέλειας και ατονίας εκ της οποίας προέκυψε το τραγικό «ταξικό» δεδομένο , την κρίση να μην την υφίστανται όσοι εκμεταλλεύτηκαν το κράτος και το δημόσιο συμφέρον επί δεκαετίες, αλλά οι πλέον ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Κατά ασυνέπεια βρεθήκαμε ενώπιον μιας πρωτοφανούς επιχείρησης αναδιανομής πλούτου και ισχύος, που υπονομεύει το αφενός ακόμα και το «ισχνό» ελληνικό κοινωνικό μοντέλο, δημιουργώντας ακραίες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Κατ» επέκταση το φαινόμενο αυτό επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη με το κοινωνικό μοντέλο να συρρικνώνεται παντού.
Ταυτόχρονα, επανεμφανίζεται δυναμικά ο εθνικισμός ενώ εντείνονται ο ρατσισμός και η ξενοφοβία. Βλέπουμε για παράδειγμα στην Ελλάδα οι ακροδεξιές τάσεις να εντείνονται με τα ομώνυμα κόμματα να φτάνουν το 18 % , ενώ άπαντες ζητούν εκλογές.
Η ψευδώνυμη χρήση της έννοιας της «μεταρρύθμισης» είναι ενδεικτική για την αδυναμία υπέρβασης της κρίσης. Και αυτοί ακόμη που ήλπιζαν ότι η κρίση θα αποτελούσε ευκαιρία εξυγίανσης και τολμηρής θεσμικής ανανέωσης αντιλαμβάνονται πλέον ότι οι επιβαλλόμενες «μεταρρυθμίσεις» διαλύουν την κοινωνία. Η μεταρρύθμιση ως ανάσχεση της Δημοκρατίας.
Η χώρα μας μετεωρίζεται μέσα σε μια ατελείωτη μετάβαση.
Η ταυτόχρονη κρίση σε πολιτικό, οικονομικό και αξιακό επίπεδο επιβάλλει τη μετάβαση από τα χρεωκοπημένα μοντέλα του παρελθόντος σε νέα υποδείγματα πολιτικής και παραγωγικής οργάνωσης.
Το βασικό διακύβευμα των επόμενων εκλογών είναι ακριβώς η αφήγηση αυτής της μετάβασης προς το νέο. Το νέο όμως εν προκειμένω εμφανίζεται σκοτεινό, τρομακτικό και αβέβαιο.
Το γεγονός ότι κανείς από τους πολιτικούς φορείς δεν έχει πραγματική αφήγηση , δε σημαίνει πως μπορούμε να την παρακάμψουμε.
Ο λόγος που κυριαρχούσε στο εσωτερικό και εντείνεται στο εξωτερικό είναι ηθικολογικός, τιμωρητικός και ενοχοποιητικός.
Από όλες τις πλευρές.
Η μια πλευρά εγείρει κατηγορίες σε εκείνους που εκφέρουν αντίρρηση και κριτική περί «λαϊκισμού», «συντεχνιασμού» και του «αντιευρωπαϊσμού».
Η άλλη πλευρά κατηγορεί τους κυβερνώντες περί «κοινωνικής στυγνότητας» , «αντιπατριωτισμού», ακόμα και περί προδοσίας.
Παράλληλα, πυκνώνουν από την μια οι προτάσεις για κυβερνήσεις «αρίστων», για συνασπισμούς τεχνοκρατών που θα «σώσουν» τη χώρα και από την άλλη προτάσεις περί ανάγκης ακυβερνησίας για να σπάσει το μπλοκ εξουσίας.
Και οι δύο τάσεις είναι ισχυρά αντιδημοκρατικές και αυταρχικές, που εκμεταλλεύονται, με λαϊκιστικό τρόπο, τα δικαιολογημένα αισθήματα αποτροπιασμού απέναντι στην παλιά τάξη πραγμάτων που καταρρέει.
Ωστόσο, σε αντίθεση με έναν ρηχό «εθνικά υπερήφανο» λόγο υπέρ ή εναντίον των δανειακών συμβάσεων, δεν νοσταλγούμε, βέβαια, ούτε την ολική τεχνοκρατία, ούτε την ολική αταξία . Αυτό που νοσταλγούμε είναι μια ηγεσία που σε ορατό χρόνο θα οδηγήσει την χώρα στο ξέφωτο.
Υπάρχει αυτή ;
Εάν δεν υπάρχει να την βρούμε και να αφήσουμε τις κούφιες ρητορείες που παράγουν εθνικές διαιρέσεις στην βάση των εισοδηματικών απωλειών που ούτως ή άλλως η κοινωνία υφίσταται οριζόντια, χωρίς να διαθέτει προς το παρόν ορατό αδιέξοδο.
Οι μνημονιακοί περιορίζονται στον μονόλογο της «μοναδικής λύσης» και οι αντιμνημονιακοί στο μονόλογο της «στάσης πληρωμών» . Καμία πτέρυγα εκ των δύο δεν εξηγεί με ποιο τρόπο θα οδηγήσει την κοινωνία «μπροστά».
Θυσίες και πόνο προμηνύουν και οι δύο με το περιτύλιγμα της σωτηρίας.
Δυστυχώς ωστόσο η ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει την απαιτούμενη ενημέρωση για να κρίνει διαφοροποιημένα και κριτικά της εξελίξεις και ενδεχομένως για να πάρει τις αποφάσεις που πρέπει και να προετοιμαστεί μπροστά σε αυτό που έρχεται.
Προφανώς αυτό που έρχεται δεν είναι καλό, ειδάλλως θα μας το είχαν ανακοινώσει.
Η Ελλάδα και Ευρώπη βυθίζονται σε μια αλληλοτροφοδοτούμενη κρίση, που δείχνει όχι μόνο τις θεσμικές αδυναμίες της Ένωσης, αλλά και τη διαχείρισή της από τις συντηρητικές ηγεσίες με νεοφιλελεύθερες συνταγές.
Όσο και αν μοιάζει δύσκολο, οφείλουμε να εργαστούμε για μια κοινωνική και δημοκρατική Ευρώπη, που θα προβάλλει τις ιστορικές και πολιτικές της αξίες, δίνοντας νέο περιεχόμενο στην παγκοσμιοποίηση — άλλωστε, η λύση δεν μπορεί να είναι εθνική, αλλά πρέπει να ανταποκρίνεται στις διαστάσεις της ηπείρου μας, και όχι μόνο.
Σήμερα ταπεινώνουν τους Έλληνες, αύριο τους υπόλοιπους λαούς, σπέρνοντας δυσπιστία και μίσος ανάμεσά τους. Πρόκειται για μια καταστροφική στιγμή στην ευρωπαϊκή ιστορία.
Έτσι, η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα συνιστά πολιτικό διακύβευμα για όλη την προοδευτική Ευρώπη.
To συντριπτικό δημόσιο χρέος περιορίζει το πεδίο δράσης των λαών – όχι μόνο στις χώρες του οφειλετών αλλά και στις, χώρες των πιστωτών.
Η πτώση ευημερίας και η επίμονα υψηλή ανεργία σε πολλές δυτικές χώρες , δημιουργούν επικίνδυνες κοινωνικές εντάσεις.
Η εμμονή της ευρωπαϊκής ελίτ στην μη μόνιμη επίλυση της κρίσης αλλά απλώς στην συνεχή αναβολή της, δυσχεραίνει περαιτέρω το έλλειμμα εμπιστοσύνης στο δημοκρατικό σύστημα και συντείνει στην κάμψη νομιμοποίησης των θεσμικών οργάνων, την ώρα που αυταρχικά εναλλακτικά συστήματα όπως η Κίνα προβάλλουν ως οικονομικά εύρωστα και αποτελεσματικά.
Η Γερμανία, όπου το εθνικό προϊόν και η απασχόληση, βρίσκονται υψηλότερα από την εποχή πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση –
Θα πρέπει να ειπωθεί καθαρά : Η κρίση χρέους απειλεί να αναπτυχθεί σε μια υπαρξιακή κρίση για τη φιλελεύθερη Δημοκρατία.
Για δεκαετίες, οι δυτικές κοινωνίες – τα κράτη, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις – βασιζόταν ανελέητα πάνω σε ευκαιριακές πιστώσεις.
Αυτή στρατηγική ήταν ευπρόσδεκτη, γιατί εκτόνωνε κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Τώρα έρχεται ο λογαριασμός:
Τα έθνη που στηριζόταν αβασάνιστα σε πιστώσεις δεν είναι πλέον σε θέση να ξεπληρώσουν τα χρέη τους.
Ενώ μπήκαμε στο τέταρτο έτος της κρίσης, τα χρέη των κρατών συνεχίζουν να αυξάνονται, με αποτέλεσμα να βρίσκονται ακόμα μακριά από μια αποδιάρθρωση των οφειλών τους και από μια έξοδο από τα έκτακτα προγράμματα λιτότητα που απλώνονται σαν δίκτυ σε όλη την Ευρώπη.
Τώρα πλέον φτάσαμε στο τέλος ενός κουραστικού μονοπατιού.
Το διακύβευμα είναι πάνω απ ‘όλα, οι Ευρωπαίοι να αποδείξουν ότι οι θεσμοί τους είναι αποτελεσματικοί και αξιόπιστοι για δράση, ότι τα κοινοβούλια, οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες και οι κοινοτικές αρχές είναι σε θέση να εκτονώσουν την κατάσταση. Διαφορετικά, η οικονομική κρίση απειλεί να κλιμακωθεί σε απόλυτη κρίση των πολιτικών συστημάτων .
Το πεδίο έχει ήδη προετοιμαστεί από εθνικιστές λαϊκιστές όπως ο Ούγγρος Viktor Orban.
Όσο περισσότερο διαρκεί η κρίση μαζί με την περιρρέουσα ψυχολογική ατμόσφαιρα που την πλαισιώνει προσδίδοντας της εκρηκτικό χαρακτήρα και όσο αυξάνεται περαιτέρω η επιβάρυνση των κρατών από τον βραχνά του χρέος, τόσο πιθανότερο είναι να εξωτερικευτούν απότομα φανατικές και βίαιες «λύσεις».
Κάτι ανάλογο άλλωστε ίσχυσε πάντοτε σε παρόμοιες ιστορικές συνθήκες: Χαρακτηριστική είναι η περίοδο πληθωρισμού μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες από τη δεκαετία του ’70 όπως και οι περίοδο πτωχεύσεων στη δεκαετία του ’30, όταν πολλά κράτη σταμάτησαν μονομερώς την εξυπηρέτηση του χρέους τους ή προέβηκαν σε μία μονομερή απομείωση του.
Τόσο ο πληθωρισμός όσο και η πτώχευση ως λύσεις επιδρούν διαλυτικά πάνω στις κοινωνίες. Ο πληθωρισμός καταστρέφει την εμπιστοσύνη μεταξύ πολιτών και θεσμών.
Ενίοτε ξεσπούν σκληρές και βίαιες συγκρούσεις διανομής , επειδή η αναδιανομή από τους πιστωτές προς τους οφειλέτες, που συνδέεται με τον πληθωρισμό γίνεται αντιληπτή ως εξαιρετικά άδικη.
Η πτώχευση από την άλλη πλευρά που συνδέεται με μονομερής πράξεις απομείωσης η ακύρωσης χρεών από κράτη οφειλέτες δηλητηριάζει τις διεθνής σχέσεις και οδηγεί ολόκληρους λαούς στην απόλυτη απομόνωση κάτω από ιδιαίτερα δυσμενής συνθήκες. Τι μένει να κάνουμε ;
Καταρχάς θα πρέπει να αποστραφούμε τον κοινωνικά αμέριμνο λόγο.
Θα πρέπει να στραφούμε σε έναν κριτικό- αποκαλυπτικό λόγο που θα μας οδηγήσει στην αναγνώριση των προβλημάτων μας. Κεντρική επιδίωξη αυτής της προσπάθειας είναι ο ανασχεδιασμός όλων των δημόσιων λειτουργιών με όρους αποτελεσματικότητας (με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα), κοινωνικής δικαιοσύνης και συνοχής. Η προσπάθεια αυτή είναι επείγουσα. Και ως εκ τούτου είναι ιστορικά δικαιολογημένη η έντονη αναζήτηση μιας νέας πολιτικής λύσης, που υπερβαίνει το σημερινό κατακερματισμό και την προσκόλληση σε παλιές ιδέες και πρακτικές. Επιτέλους να απαντήσουμε οριστικά και ουσιαστικά στο ερώτημα εάν είμαστε Ευρώπη ή αν δεν είμαστε.
Εάν είμαστε , ας πάμε προς τα εκεί . Σε όλα τα επίπεδα όμως, όχι μόνο στην λογική των περικοπών και της λιτότητας.
Διότι στην Ευρώπη εγγράφεται και το κοινωνικό κεκτημένο, η αλληλεγγύη και η κοινωνική συνοχή των κοινωνιών.
Mαυροζαχαράκης Μανόλης
Κονωνιολόγος-Πολιτικός επιστήμονας